31/01/2016

Αφρικανικό Σοκάκι

περιοχή: νήσος Λάγος, Λάγος, Νιγηρία
απόσπασμα:
μεταφρασμένο από την αγγλική έκδοση της βραβευμένης συλλογής "Έβενος" (The Shadow of the Sun) τού Πολωνού δημοσιογράφου Ρίσαρντ Καπισίνσκι για την Αφρική στο τέλος τής αποικιοκρατίας (1967)

πηγή

Το διαμέρισμα που νοικιάζω στο Λάγος συνεχώς το κλέβουν. Συμβαίνει, όχι μόνο όταν λείπω για πολύ καιρό, αλλά ακόμα κι όταν κάνω ένα σύντομο ταξίδι σε μια γειτονική πόλη – στην Αμπεοκούτα ή το Οσόγκμπο. Ξέρω πως, όταν επιστρέψω, θα βρω το παράθυρό μου βγαλμένο από το κούφωμά του, τα έπιπλα αναποδογυρισμένα και τα ντουλάπια αδειασμένα.
   Το διαμέρισμα βρίσκεται στο κέντρο τής πόλης, σε ένα νησί [σημ. το νησί Λάγος, απ΄ όπου επεκτάθηκε ολόκληρη η πόλη]. Το νησί ήταν κάποτε χώρος σκλαβοπάζαρου και, με κάποιο τρόπο, οι ντροπιαστικές, σκοτεινές καταβολές του σου είναι πάντα αισθητές. Η ατμόσφαιρα του μέρους έχει κάτι ανήσυχο και βίαιο, που σου μεταδίδεται όλη την ώρα. Μπορεί να βρίσκεσαι μέσα σε ένα ταξί και να κουβεντιάζεις με τον οδηγό, όταν ξαφνικά σωπαίνει. «Τι τρέχει;» ρωτάω. «Πολύ κακό μέρος!» απαντάει χαμηλώνοντας τη φωνή του, εξετάζοντας νευρικά τον δρόμο. Συνεχίζουμε την πορεία μας, χαλαρώνει και η κουβέντα μας ξαναρχίζει. Λίγο αργότερα, προσπερνάμε μια ομάδα αντρών, που περπατούν στην άκρη του δρόμου – δεν υπάρχουν πεζοδρόμια –, και ξανά ο οδηγός σωπαίνει. «Τι τρέχει;» ρωτάω. «Πολύ κακοί άνθρωποι!» λέει. Ηρεμεί αρκετά για να ξαναμιλήσει μετά από κάνα χιλιόμετρο.
   Στο μυαλό τού οδηγού μου πρέπει να υπάρχει ένας χάρτης τής πόλης, ίσως σαν κι αυτούς που είναι κρεμασμένοι στους τοίχους των αστυνομικών τμημάτων. Πάνω του βρίσκονται πολύχρωμα φωτεινά σήματα, που αναβοσβήνουν διαρκώς υποδεικνύοντας επικίνδυνα μέρη. Τα φωτάκια είναι ιδιαίτερα αυξημένα εκεί όπου μένω – όχι σε κάποια από αυτές τις πολυτελείς, καλά φρουρούμενες γειτονιές πλούσιων Νιγηριανών, Ευρωπαίων ή διπλωματών, μα σε έναν αφρικανικό δρόμο, σε ένα αφρικανικό κτήριο. Δεν είναι απλό για έναν λευκό να μετακομίσει σε μια γειτονιά Αφρικανών. Οι Ευρωπαίοι εξοργίζονται. Πρέπει να είμαι διαταραγμένος, να μην είμαι εντελώς στα καλά μου. Προσπαθούν να με μεταπείσουν, να με προειδοποιήσουν. Θα πεθάνω, λένε. Είναι σίγουρο. Το μόνο αβέβαιο είναι ο τρόπος που θα πεθάνω – ή θα με σκοτώσουν ή θα πάω από αρρώστια, τόσο φρικτές είναι οι συνθήκες διαβίωσης.
   Όμως ούτε οι Αφρικανοί βλέπουν το σχέδιό μου με καλό μάτι. «Πού θα μείνεις ακριβώς;» ρωτάνε. Η συνοικία είναι φτωχή και υπερπληθής, μια παραγκούπολη με άθλια χαμόσπιτα, χωρίς τρεχούμενο νερό και συχνά χωρίς ηλεκτρικό ˙ όλο σκόνη, δυσωδία και έντομα. Πού θα βρω μια γωνιά για μένα; Πώς θα κυκλοφορώ; Τι θα κάνω για νερό; Το νερό πρέπει να κουβαληθεί από την άλλη άκρη τού δρόμου, γιατί εκεί βρίσκεται η αντλία. Τα παιδιά κάνουν αυτή τη δουλειά. Μερικές φορές και οι γυναίκες. Οι άντρες; Ποτέ. Ένας λευκός κύριος να στέκεται στην ουρά για την αντλία μαζί με τα παιδιά; Χα! Αυτό είναι αδύνατο! Αλλά ας υποθέσουμε ότι βρίσκεις ένα δωματιάκι κάπου και θες να κλείσεις την πόρτα για να εργαστείς. Να κλείσεις την πόρτα; Αυτό είναι αδιανόητο. Όλοι ζούμε μαζί – παιδιά, ενήλικοι, γέροι –, ποτέ δεν είμαστε χώρια. Να κλειστείς σε ένα δωμάτιο για να μην μπορεί να μπει κανείς; Χα! Αυτό είναι αδύνατο! «Άλλωστε», μου εξηγούν ευγενικά οι Αφρικανοί, «είναι επικίνδυνο. Υπάρχουν κακοί άνθρωποι εδώ γύρω. Οι χειρότεροι είναι των περιπλανώμενων συμμοριών – ομάδες διεφθαρμένων κακοποιών που επιτίθενται, βιαιοπραγούν, ληστεύουν –, ένα τρομερό σμήνος από ακρίδες που λεηλατεί τα πάντα. Μυρίζονται αμέσως ότι κάποιος Ευρωπαίος έχει έρθει να μείνει εδώ μόνος. Και γι΄ αυτούς, ένας Ευρωπαίος είναι ένας πλούσιος. Ποιος θα σε προστατεύσει τότε;»
   Όμως αντιστέκομαι σθεναρά. Δεν εισάκουσα στις προειδοποιήσεις. Είχα πάρει την απόφασή μου – ίσως εν μέρει επειδή είχα τόσες φορές νευριάσει με άτομα που είχαν φτάσει εδώ, έμειναν στην ‘μικρή Ευρώπη’ ή την ‘μικρή Αφρική’ (σε πολυτελή ξενοδοχεία δηλαδή), έφυγαν και αργότερα περηφανεύονταν ότι έχουν πάει στην Αφρική, ένα μέρος που στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχαν δει.
   Και ξαφνικά παρουσιάστηκε μια ευκαιρία. Συνάντησα κάποιον Ιταλό, ονόματι Εμίλιο Μαντέρα (Emilio Madera), ο οποίος είχε μια μικρή αποθήκη με γεωργικά εργαλεία σε ένα στενό κοντά στην οδό Μάσσεϊ (Massey Street). Όπως πολλοί λευκοί, που σταδιακά ρευστοποιούσαν τις επιχειρήσεις τους εδώ, είχε κλείσει το μαγαζί του. Το επιπλωμένο δυάρι στον επάνω όροφο ήταν τώρα ελεύθερο κι αυτός πολύ πρόθυμος να μου το νοικιάσει. Με πήγε εκεί μια μέρα με το αυτοκίνητο και με βοήθησε να ανεβάσουμε τα πράγματά μου – η μεταλλική σκάλα εφαπτόταν εξωτερικά στον τοίχο τού κτηρίου. Μέσα ήταν δροσερά, μιας και ο Εμίλιο είχε ανάψει το πρωί το κλιματιστικό. Υπήρχε επίσης και ένα ψυγείο που λειτουργούσε. Ο Εμίλιο με καληνύχτισε και έφυγε. Πετούσε για Ρώμη νωρίς το επόμενο πρωί – μετά το τελευταίο πραξικόπημα, φοβόταν για συνεχιζόμενες ταραχές και ήθελε να βγάλει μερικά από το χρήματά του στο εξωτερικό.
   Άρχισα να αδειάζω τις βαλίτσες. Μια ώρα αργότερα τα φώτα έσβησαν.
   Δεν είχα φακό. Το χειρότερο ήταν ότι σταμάτησε και το κλιματιστικό. Ήταν Μάρτιος, μήνας εξοντωτικής ζέστης, όταν συχνά οι νύχτες μοιάζανε πιο ζεστές και πιο ασφυκτικές από τις μέρες. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Πάνω και κάτω στο δρόμο άνθρωποι ημίγυμνοι ξάπλωναν σε ψάθες ή απευθείας στο έδαφος. Οι γυναίκες και τα παιδιά κοιμόντουσαν. Κάποιοι άντρες, με τις πλάτες τους ακουμπισμένες στους τοίχους των άθλιων χαμόσπιτων, με κοιτούσαν επίμονα. Άνοιξα το παράθυρο. Με χτύπησε η δυσοσμία σαπισμένων φρούτων, καμένου λαδιού, σαπουνιού και ούρων. Αν και η θάλασσα ήταν κάπου εκεί κοντά, δεν είχε καθόλου αεράκι ˙ το στενό ήταν κλειστό και ασφυκτικό.
   Είδα ότι μου ήταν αδύνατο να αντέξω τα δωμάτια, που βράζανε από τη ζέστη, μέχρι να ξημερώσει και κατέβηκα κάτω. Δύο άντρες σηκώθηκαν όρθιοι ˙ οι άλλοι κοιτούσαν ακίνητοι. Ήμασταν όλοι ιδρωμένοι, κατάκοποι. Ρώτησα εάν τέτοιες διακοπές ρεύματος συνέβαιναν συχνά. Δεν ήξεραν. Ρώτησα εάν μπορούσε να γίνει κάτι γι' αυτό. Αντάλλαξαν μερικές κουβέντες μεταξύ τους σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Ένας απ΄ αυτούς εξαφανίστηκε. Τα λεπτά περνούσαν – δεκαπέντε, τριάντα, σαρανταπέντε. Τελικά επέστρεψε μαζί με δυο νεαρούς. Είπαν ότι μπορούσαν να φτιάξουν τη βλάβη για δέκα λίρες. Συμφώνησα. Σύντομα τα φώτα ξανάναψαν μέσα στο διαμέρισμα και το κλιματιστικό λειτουργούσε.
   Μετά από κάποιες μέρες, άλλη διακοπή, άλλες δέκα λίρες. Μετά δεκαπέντε, είκοσι. Και οι κλοπές; Στην αρχή, κάθε φορά που γυρνούσα στο λεηλατημένο διαμέρισμά μου, οργιζόμουν πολύ. Το να σε κλέβουν σημαίνει να σε πιάνουν κορόιδο. Είναι ταπεινωτικό. Όμως με τον καιρό κατάλαβα ότι το να βλέπω τη ληστεία ως ταπείνωση αποτελεί μια συναισθηματική πολυτέλεια. Μια κλοπή, ακόμα και μικροκλοπή, μπορεί να αποτελεί θανατική ποινή. Στον δρόμο μου είχε τη γωνιά της μια μοναχική γυναίκα και η μόνη της ιδιοκτησία ήταν μια κατσαρόλα. Ζούσε αγοράζοντας φασόλια με πίστωση από τους μανάβηδες, τα μαγείρευε, τα καρύκευε και τα πουλούσε στους περαστικούς. Για πολλούς αυτά τα φασόλια ήταν το μοναδικό γεύμα τής ημέρας. Μια νύχτα μάς ξύπνησε μια διαπεραστική κραυγή. Ολόκληρο το στενό σηκώθηκε στο πόδι. Η γυναίκα έτρεχε γύρω-γύρω σε απόγνωση, αλλόφρονη – κλέφτες είχαν αρπάξει την κατσαρόλα της, το μόνο πράγμα που είχε για βιοπορισμό.
   Πολλοί από τους γείτονές μου έχουν μόνο ένα πράγμα. Κάποιος έχει ένα πουκάμισο, άλλος μια πάνγκα [σημ. ματσέτα, μεγάλο μαχαίρι], άλλος έναν κασμά. Αυτός με το πουκάμισο μπορεί να βρει δουλειά ως νυχτοφύλακας – κανείς δε θέλει έναν ημίγυμνο φύλακα ˙ κάποιον με μια πάνγκα μπορεί να τον προσλάβουν για να κόψει αγριόχορτα ˙ αυτός με τον κασμά μπορεί να σκάψει ένα χαντάκι. Κάποιοι άλλοι έχουν μόνο τη μυϊκή τους δύναμη να διαθέσουν. Βασίζονται σε κάποιον που τους χρειάζεται ως αχθοφόρους ή για θελήματα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι πιθανότητες για απασχόληση είναι μικρές – ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος. Επιπλέον, συνήθως υπάρχουν μόνο έκτακτες δουλειές – για μερικές μέρες, για μερικές ώρες.
   Έτσι το σοκάκι μου και οι δίπλα δρόμοι είναι γεμάτοι με άεργους ανθρώπους. Ξυπνάνε το πρωί και ψάχνουν για λίγο νερό για να πλύνουν το πρόσωπό τους. Αυτοί που έχουν λίγα χρήματα αγοράζουν πρωινό – μια κούπα τσάι, ένα ρολό. Πολλοί άνθρωποι δεν τρώνε τίποτα. Ακόμα και πριν το μεσημέρι η ζέστη υποφέρεται δύσκολα και όλοι ψάχνουν για σκιά. Η σκιά μετακινείται μαζί με τον ήλιο και όλοι μετακινούνται με τη σκιά – την ακολουθούν, σέρνονται πίσω της για να κρυφτούν στη σκοτεινιά της. Για πολλούς αυτή είναι η μόνη απασχόληση της ημέρας. Πείνα. Λαχταρά κάποιος να φάει, αλλά δεν υπάρχει τίποτα. Και η μυρωδιά τού ψητού κρέατος αναδύεται από το κοντινό μπαρ χειροτερεύοντας την κατάσταση. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν κάνουν έφοδο στο μπαρ;
   Ένας απ’ αυτούς, όπως φαίνεται, δεν μπορούσε να κρατηθεί, γιατί ακούγεται ξαφνικά μια κραυγή – είναι μια μικροπωλήτρια που φωνάζει ˙ ένα αγόρι έχει αρπάξει ένα τσαμπί μπανάνες από τον πάγκο της. Το θύμα και οι διπλανοί της αρχίζουν να το κυνηγάνε και τελικά το πιάνουν.  Εμφανίζεται η αστυνομία από το πουθενά. Οι αστυνομικοί εδώ κουβαλούν μεγάλα, ξύλινα κλομπ, με τα οποία χτυπούν βάναυσα τους παραβάτες. Το αγόρι είναι πεσμένο στο δρόμο τώρα, μαζεύεται, κουλουριάζεται, προσπαθεί να προστατευθεί από τα χτυπήματα. Έχει συγκεντρωθεί κόσμος – οι ορδές των ανέργων δεν έχουν πολλά να κάνουν απ’ το να περιμένουν κάτι να συμβεί, κάποια φασαρία, κάποια αναστάτωση. Σπρώχνουν να φτάσουν όλο και πιο κοντά, σαν ο υπόκωφος κρότος των κλομπ και τα βογκητά τού θύματος να τους προσφέρουν αληθινή ηδονή. Ενθαρρύνουν και προτρέπουν τους αστυνομικούς. Στα μέρη αυτά, όταν πιάνεται ένας κλέφτης οι άνθρωποι θέλουν να τον ξεσκίσουν, να τον λιντσάρουν, να τον κάνουν κομμάτια. Το αγόρι βογκά ˙ έχει αφήσει τις μπανάνες. Αυτοί που στέκονται πιο κοντά ορμάνε στα φρούτα και διαλύουν το τσαμπί.
   Μετά όλα επανέρχονται στο κανονικό. Η πωλήτρια ακόμη παραπονιέται και βρίζει, οι αστυνομικοί αποχωρούν, το ξυλοφορτωμένο, βασανισμένο αγόρι σέρνεται σε μια κρυψώνα, πληγωμένο και απελπισμένο. Οι παριστάμενοι διαλύονται ξαναγυρνώντας στις θέσεις τους δίπλα σε τοίχους, σε υπόστεγα – στη σκιά –, όπου παραμένουν μέχρι το βραδάκι.
   Τότε είναι που στο σοκάκι οι κάτοικοι ξαναμαζεύονται. Μερικοί έχουν ελονοσία και έχουν περάσει ολόκληρη τη μέρα εδώ. Άλλοι μόλις επιστρέφουν από την πόλη. Μερικοί είχαν μια καλή μέρα – μπορεί να βρήκαν δουλειά ή να συνάντησαν κάποιον συγγενή τους που μοιράστηκε μαζί τους τα ψιλά του. Θα δειπνήσουν απόψε – ένα μπολ κασάβα [σημ. βολβοί μανιόκας, βασικό προϊόν διατροφής τού τόπου, από το οποίο όμως πρέπει να απομακρυνθεί το τοξικό κυάνιο που κανονικά περιέχει] με ζεστή σάλτσα πάπρικας, μαζί ίσως με κάνα βραστό αυγό ή ακόμα και ένα κομμάτι αρνίσιο κρέας.
   Όποιος έχει κάνα σελίνι πάει στο μπαρ. Τα μπαρ είναι πολλά – σε στενά, σε διασταυρώσεις, σε πλατείες – και συχνά είναι χώροι πολύ υποβαθμισμένοι, οι τοίχοι τους φτιαγμένοι από σιδερένιες λαμαρίνες, με τσίτινες κουρτίνες αντί για πόρτες. Η μουσική έρχεται από ένα παλιό ραδιόφωνο και μια κόκκινη λάμπα αιωρείται απ’ το ταβάνι. Φωτογραφίες καλλιτέχνιδων του σινεμά κομμένες από περιοδικά διακοσμούν τους τοίχους. Πίσω από το ταμείο στέκεται η ιδιοκτήτρια, ευτραφής και γεροδεμένη. Πουλάει το μόνο πράγμα που διαθέτει το μπαρ – μια σπιτική μπύρα. Αλκοολούχα ποτά μπορούν να παρασκευαστούν από πολλά και διάφορα φρούτα και ζαρζαβατικά – μπανάνες, καλαμπόκι, ανανάδες, φοινικιές [σημ. χρησιμοποιείται κυρίως ο χυμός των φοινικόδεντρων, ενώ καρποί τους προσθέτονται σε βύνες μόνο ως βελτιωτικά]. Γενικά, η ιδιοκτήτρια ειδικεύεται σε έναν τύπο. Ένα ποτήρι απ΄ αυτό το πράγμα έχει τρία προφανή καλά: α) περιέχει αλκοόλ, β) ως υγρό, ξεδιψάει, και γ) το πλούσιο, παχύρρευστο διάλυμα αποτελεί υποκατάστατο τροφής. Εάν κάποιος έχει βγάλει μόνο ένα σελίνι κατά τη διάρκεια της μέρας, πιθανότατα θα το ξοδέψει σε κάποιο μπαρ.

Οι άνθρωποι που περνούν από το σοκάκι μου είναι οι αιώνιοι νομάδες τής πόλης. Όλα στη ζωή τους είναι προσωρινά. Ζούνε σε μια κατάσταση ασίγαστου φόβου. Απέδρασαν από τη φτώχεια τής υπαίθρου και φτάσανε στην πόλη με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Όσοι κατάφεραν να εντοπίσουν κάποιον συγγενή, βοηθήθηκαν να κάνουν την αρχή. Όμως πολλοί δε βρίσκουν κανέναν συγγενή. Συχνά δεν καταλαβαίνουν ούτε καν τη γλώσσα, δεν ξέρουν πώς να ρωτήσουν για κάτι.
   Χτίζουν μια στέγη να βάλουν πάνω απ’ το κεφάλι τους, μια μικρή γωνιά, μιαν ακρούλα δική τους. Δεν έχουν χρήματα – έρχονται από παραδοσιακά χωριά, όπου τα χρήματα συνήθως δεν χρησιμοποιούνται – και ψάχνουν για ένα μέρος στις φρωχογειτονιές – σε έλη, βαλτώδεις περιοχές, τμήματα άγονης ερήμου –, κάποιο άθλιο κομματάκι γης συνήθως δεσμευμένο από τις δημοτικές αρχές γι΄ αυτούς που πρωτοφτάνουν στην πόλη. Το θέαμα είναι άξιο λόγου. Κάποιος στήνει μια καλύβα. Κάποιος άλλος φτιάχνει άλλη μια. Και μετά κι άλλος. Έτσι, σχηματίζεται αυθόρμητα ένας δρόμος. Παρά πέρα επεκτείνεται άλλος δρόμος. Κάποια στιγμή συναντιούνται και φτιάχνουν μια διασταύρωση. Και οι δυο δρόμοι εξαπλώνονται, χωρίζονται, διακλαδίζονται. Και μια γειτονιά γεννιέται. Όλη την ώρα οι άνθρωποι μαζεύουν οικοδομικά υλικά. Στο κεφάλι τους, στην πλάτη τους, κάτω από τη μασχάλη τους εμφανίζονται με κομμάτια λαμαρίνας, σανίδες, κόντρα πλακέ, πλαστικό, χαρτόνια, κομμάτια αυτοκινήτου, κασόνια ˙ και όλα αυτά τα συναρμολογούν, τα στήνουν, τα καρφώνουν, τα κολλάνε σε κάτι μεταξύ καλυβιού και στέγαστρου, και οι τοίχοι παίρνουν τη μορφή ενός αυτοσχέδιου, πολύχρωμου κολάζ. Μιας και το δάπεδο της παράγκας συχνά αποτελείται από ελώδες χώμα ή αιχμηρό βράχο, το στρώνουν με γρασίδι, μπανανόφυλλα, ραφία [σημ.: ψάθα από ίνες τού ομώνυμου φοινικόδεντρου] ή άχυρα ρυζιού. Μια ολόκληρη πόλη χτισμένη χωρίς ένα τούβλο, μια σιδερόβεργα ή κομμάτι γυαλί !
   Όμως η ζωή των παραγκουπόλεων είναι σύντομη. Είδα με τα μάτια μου μία να ισοπεδώνεται, όχι μακριά από το σοκάκι μου. Οι παράγκες είχαν φτάσει ως τις ακτές τού νησιού. Το στρατιωτικό καθεστώς το θεώρησε απαράδεκτο. Καμιόνια γεμάτα αστυνομικούς κατέφτασαν το πρωί. Ένα πλήθος μαζεύτηκε και η αστυνομία κινήθηκε στο εσωτερικό τού οικισμού απομακρύνοντας τους κατοίκους. Υψώθηκαν φωνές και υπήρχε αναβρασμός. Εμφανίστηκαν μπουλντόζες, τεράστια ερπυστριοφόρα με έντονο κίτρινο χρώμα και σε μια στιγμή σηκώθηκαν σύννεφα σκόνης και μπάζα καθώς τα μηχανήματα προχωρούσαν κατεδαφίζοντας τον ένα δρόμο μετά τον άλλο και αφήνοντας πίσω τους τσαλαπατημένη, απογυμνωμένη γη. Εκείνη τη μέρα το στενό γέμισε με ξεσπιτωμένους. Ήταν ιδιαίτερα συνωστισμένο και θορυβώδες, και ακόμα πιο ασφυκτικό.

Μια μέρα είχα έναν επισκέπτη. Ήταν ένας μεσόκοπος άντρας με μια λευκή κελεμπία. Το όνομά του ήταν Σουλεϊμάν και καταγόταν από τον βορρά τής Νιγηρίας. Κάποτε είχε εργαστεί ως νυχτοφύλακας για τον Ιταλό σπιτονοικοκύρη μου. Γνώριζε το δρόμο και τη γύρω γειτονιά. Συμπεριφερόταν συνεσταλμένα και μπροστά μου δεν ήθελε να είναι καθιστός. Με ρώτησε αν χρειαζόμουν νυχτοφύλακα, γιατί μόλις είχε χάσει τη δουλειά του. Του είπα πως όχι, αλλά μου έκανε καλή εντύπωση και του έδωσα πέντε λίρες. Ξανάρθε ύστερα από μερικές μέρες. Αυτή τη φορά κάθισε. Του έφτιαξα λίγο τσάι και αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε. Του είπα πως συνέχεια με έκλεβαν. Ο Σουλεϊμάν το θεώρησε απολύτως φυσικό. Η κλοπή είναι ένας τρόπος –  δυσάρεστος, είν’ η αλήθεια – εξομάλυνσης των ανισοτήτων. Είναι καλό που μ’ έκλεβαν, δήλωσε. Μπορούσε μάλιστα να θεωρηθεί ως φιλική χειρονομία εκ μέρους των δραστών, ο τρόπος τους να μου δείξουν ότι τους είμαι χρήσιμος και άρα αποδεκτός. Κατά βάση μπορώ να νιώσω ασφαλής. Ένιωσα ποτέ να απειλούμαι εδώ; Παραδέχτηκα πως όχι. Ορίστε λοιπόν! Θα είμαι ασφαλής εδώ όσο δίνω το ελεύθερο να με κλέβουν. Από τη στιγμή που θα ενημερώσω την αστυνομία και αρχίσουν να κυνηγούν τους κλέφτες, καλύτερα να του δίνω.
   Ξανάρθε μια βδομάδα αργότερα. Του πρόσφερα τσάι. Το ήπιε και μετά είπε, με τόνο μυστηριώδη, ότι θα με πήγαινε στην αγορά τής Γιανκάρα (Jankara Market), όπου μπορούσαμε να πάρουμε κάτι για την περίσταση.  Η αγορά τής Γιανκάρα είναι εκεί που μάγοι-θεραπευτές, βοτανοθεραπευτές, μελλοντολόγοι και εξορκιστές πουλάνε όλων των ειδών τα φυλαχτά, χαϊμαλιά, ραβδοσκοπικές βέργες και θαυματουργά γιατρικά. Ο Σουλεϊμάν πήγε από πάγκο σε πάγκο, κοιτούσε, έκανε ερωτήσεις. Τελικά μου υπέδειξε να αγοράσω από μια γυναίκα ένα ματσάκι λευκά φτερά κόκορα. Ήταν ακριβά, αλλά έκανα αυτό που μού’ πε και τα πήρα. Γυρίσαμε στο σοκάκι. Ο Σουλεϊμάν τακτοποίησε τα φτερά, τα έδεσε με ένα κομμάτι κλωστής και τα κρέμασε στο πάνω κούφωμα τής πόρτας μου.
   Από εκείνη τη στιγμή, ποτέ δε χάθηκε τίποτα απ’ το διαμέρισμά μου.