απόσπασμα: μεταφρασμένο ταξιδιωτικό ρεπορτάζ της ‘USA TODAY’ (2002)
| πηγή |
«Α ναι, τη δεκαετία του ’50, όταν ήμουν παιδί, η ζωή δε διέφερε πολύ από το πως παρουσιάζεται στην ταινία» λέει ο Μπερνάρ Μενιό (Bernard Meugnot), ετών 51, ακουμπώντας στο μπαρ του μικροσκοπικού του καφέ σε αυτό το χωριουδάκι μια σταλιά τής Βουργουνδίας, που ήταν το σκηνικό τής υποψήφιας για Όσκαρ ταινίας ‘Σοκολά’. Σίγουρα υπήρχαν μέρες που ξεχνούσε τις διδαχές τού κατηχητικού και ο ιερέας τον έβαζε να κάτσει τιμωρία στο πέτρινο παρεκκλήσι μαζί με το προσευχητάρι του. «Μα ας τα ξεχάσουμε αυτά. Λοιπόν,» λέει. Υπήρχαν επίσης και τα γλυκά – τα κέικ σοκολάτας, οι τάρτες, τα γλυκίσματα ξηρών καρπών και οι μπουκιές με κρέμα, που έλιωναν αργά στη γλώσσα πριν κατέβουν στο λαιμό. Λέει πως αυτά ήταν εξίσου απολαυστικά όσο και οτιδήποτε υλοποιούσε η ηθοποιός Ζιλιέτ Μπινός (Juliette Binoche) στην ταινία τού Λάσσε Χάλστρομ (Lasse Hallström).
«Οι γιαγιάδες ήταν γυναίκες από χωριό και κάθε απόγευμα φούρνιζαν» λέει ο Μενιό. «Λέγαμε “Σήμερα η γιαγιά τού τάδε ή του δείνα έχει φτιάξει ένα κέικ” και όλα τα αγόρια περνούσαμε και τρώγαμε.»
Το μαγικό παραμύθι τού Χάλστρομ διεκδικεί πέντε βραβεία στο Λος Άντζελες την Κυριακή, συμπεριλαμβανομένου αυτού της καλύτερης ταινίας και του καλύτερου Α' γυναικείου ρόλου για την ενσάρκωση, από την Μπινός, της Βιάν, μιας εντυπωσιακής σοκολατοποιού, που εισβάλλει σαν άνεμος σ’ ένα μεσαιωνικό γαλλικό χωριό το βαρύ χειμώνα τού 1959. Στη μάχη της εναντίων τής ακαμψίας αιώνων τού χωριού, οι μαγειρικές ικανότητες της Βιάν ξελογιάζουν στο τέλος τούς συντηρητικούς κατοίκους και μεταμορφώνουν τις ζωές τους για πάντα.
Αλίμονο, το λαμπρότερο αστέρι τής ταινίας δεν είναι υποψήφιο για Όσκαρ. Είναι το ίδιο το χωριό, το Φλαβινύ. Βρίσκεται ανάμεσα σε λόφους τής Βουργουνδίας με αμπελώνες και φάρμες με πρόβατα, περίπου 270 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά τού Παρισιού, με λίγο περισσότερους από 400 κατοίκους – ήταν τέλειο για το ρόλο. Τα μικρά σπίτια και η επιβλητική πέτρινη εκκλησία τού Φλαβινύ ήταν σα να λένε τα δικά τους λόγια στο ‘Σοκολά’, με ιστορίες με χιλιάδες χαρακτήρες, θαμμένους πια στο παμπάλαιο νεκροταφείο τού χωριού.
Το Φλαβινύ μπορεί να μην κερδίσει κάποιο χρυσό αγαλματίδιο την Κυριακή, όμως προετοιμάζεται για ένα διαφορετικό είδος βράβευσης: ένα κύμα κινηματογραφόφιλων, οι οποίοι θα θέλουν σίγουρα να δουν πώς γίνεται στις μέρες μας να υπάρχει ακόμα ένα τέτοιο μέρος. Και δε θα τους απογοητεύσει.
«Το χωριό αυτό έχει σταματήσει στο χρόνο» λέει ο δήμαρχος, Ζεράρ Φοντενώ (Gerard Fontheneau), ετών 65. «Γι΄ αυτό επέλεξαν το Φλαβινύ. Είναι πάρα πολύ αυθεντικό.»
Πρόσφατα, ένα απόγευμα ο Φοντενώ φιλοξένησε, εκτός από μια ρεπόρτερ και φωτογράφο [σημ. την συγγραφέα], και έναν αμερικανό τουρίστα, ο οποίος είχε μπει σ' ένα τραίνο στη Γερμανία και περιπλανήθηκε μέχρι την πέτρινη, αψιδωτή πύλη τού Φλαβινύ μόνο και μόνο για να επισκεφτεί την κωμόπολη που τον είχε γοητεύσει στην οθόνη.
Το ‘Σοκολά’ είναι φυσικά μια φανταστική ιστορία. Πρώτον, δεν υπάρχει σοκολατερία στο Φλαβινύ – το μαγαζί τής ταινίας είναι στην πραγματικότητα μια σιταποθήκη, η οποία ανήκει σε έναν Άγγλο, και τη βρίσκω κλειδωμένη και γεμάτη σκόνη το πρωί, που κοιτάω μέσα από την μεγάλη, τοξωτή βιτρίνα, εκεί όπου ο δήμαρχος της ταινίας καταβροχθίζει τις σοκολάτες τής Βιάν.
Το σχολείο έκλεισε πριν έξι χρόνια και τα παιδιά τού χωριού πηγαίνουν πια σε μια μεγαλύτερη πόλη για τα μαθήματα. Το χωριό είναι επίσης πολύ μικρό για να έχει το δικό του κομμωτήριο – αυτό της ταινίας, που αποτελούσε το στέκι των γυναικείων κουτσομπολιών, είναι στην πραγματικότητα ένα παλιό σπίτι στο κέντρο του Φλαβινύ. Το ποτάμι που έφερε τον χαρακτήρα τού Τζόνι Ντεπ (Johnny Depp) είναι στην πραγματικότητα μάλλον ρυάκι – αυτό το μέρος τής ταινίας γυρίστηκε στο Μπαθ (Bath) τής Αγγλίας. Ούτε ο Φοντενώ, ένας γλυκομίλητος συνταξιούχος επιχειρηματίας, μοιάζει καθόλου με τον τυραννικό δήμαρχο της ταινίας.
Όσο για όλους αυτούς που ένιωσαν κρυάδες από το ανατριχιαστικό άγαλμα του κόμη τού 16ου αιώνα, ντε Ρεϊνό (Comte de Reynaud), το οποίο έριχνε τη σκιά του στην πλατεία, ας ησυχάσουν – δεν υπάρχει. Η Πλατεία της Εκκλησίας (Place de l'Église) τού Φλαβινύ είναι ένα ήσυχο καταφύγιο, όπου αντίθετα δεσπόζει ο 800 ετών, τεράστιος ναός τού Σαιντ-Ζενέστ (Saint Genest, Άγ. Γενέσιος).
Παρ’ όλα αυτά, εάν προχωρήσετε μέσα στην εκκλησία και κάτω από τις πανύψηλες κολόνες τού 13ου αιώνα, γρήγορα θα αισθανθείτε το παρελθόν τού Φλαβινύ. Από τα σκαλιστά στασίδια, δίπλα στο παλιό ιερό, κοιτάξτε ψηλά προς την οροφή: σε μια γωνιά η σμιλεμένη στην πέτρα μορφή τού Σατανά σάς κοιτάει βλοσυρά – ένα γνήσιο χαρακτηριστικό μεσαιωνικού ναού. Παλιά έργα ζωγραφικής και γλυπτικής είναι προστατευμένα στα εννιά πλευρικά παρεκκλήσια, συμπεριλαμβανομένου και ενός πίνακα ζωγραφικής τού 16ου αιώνα, που συνδυάζει το ύφος τής Ιταλικής και Φλαμανδικής Σχολής Τέχνης, και δύο μέρη από ένα αναγεννησιακό τρίπτυχο – το τρίτο θεωρείται ότι βρίσκεται στο Λούβρο, στο Παρίσι.
Όταν βρεθείτε έξω ξανά, σας χτυπά μια ευωδιά. Μια γλυκιά και λίγο πικάντικη μυρωδιά ανεβαίνει το λόφο μέχρι την πλατεία. Κατηφορίζοντας τα στενά, το άρωμα οδηγεί στο Αβαείο τού Άγιου Πέτρου, που είναι του 8ου αιώνα και από το 1923 έχει στεγάσει τη μόνη βιομηχανία τού χωριού: ένα εργοστάσιο ζαχαρωτών με γλυκάνισο, όπου 18 άτομα φτιάχνουν ακόμα καραμέλες με το χέρι.
Όταν συναντώ την Κατρίν Τρουμπά (Catherine Troubat), το πιο πρόσφατο μέλος τής οικογένειας στο τιμόνι τού εργοστάσιου, αναφέρει πως έχει κάτι πιο συναρπαστικό από γλυκά να μου δείξει. Σε ένα μονοπάτι δίπλα στα απομεινάρια τού παλιού αβαείου υπάρχει η είσοδος μιας κρύπτης τής ρωμαϊκής εποχής, η οποία εκτείνεται γύρω από ένα εξαγωνικό παρεκκλήσι, που χρονολογείται προ 1400 ετών περίπου. Μετά από μια χιλιετία προσευχής σε αυτό το παρεκκλήσι οι μοναχοί τελικά το εγκατέλειψαν το 1789, κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Το παρεκκλήσι έμεινε θαμμένο κάτω από μεταγενέστερα κτήρια, μέχρι ο Αμερικανός αρχαιολόγος Φρεντ Γκίπσον Γκιουγγενχάιμ (Fred Gibson Guggenheim) να έρθει από την Νέα Υόρκη το 1956 και να πείσει τον πατέρα τής Τρουμπά, Νικολά, να του επιτρέψει να ψάξει για την χαμένη κρύπτη. «Τώρα, κάθε χρόνο βρίσκουμε όλο και περισσότερα λείψανα» λέει η Κατρίν Τρουμπά, ετών 38.
Όπως η ομάδα τού Γκιουγγενχάιμ, έτσι και το συνεργείο τής ταινίας τού Χάλστρομ δεν ήταν ευπρόσδεκτο από όλους τους κατοίκους τού Φλαβινύ πέρυσι. Περισσότερο απ΄ όλους, ο Νικολά Τρουμπά, σήμερα ετών 68, αντιπροσωπεύει αυτή την χοντρόπετση γενιά, που για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα αντιστάθηκε στον έξω κόσμο με μια σκληρότητα σαν κι αυτή που ‘αλέστηκε’ από την Βιάν.
«Είχαμε πολλές αμφιβολίες για την ταινία» λέει ο Τρουμπά, που στέκεται στο αγιάζι έξω από το αβαείο. «Οι κάτοικοι του Φλαβινύ αγαπούν την Καθολική Εκκλησία και η ταινία εξέθεσε τις αδυναμίες της. Με πόνεσε αυτό.»
Όμως στις έξι εβδομάδες των γυρισμάτων στο Φλαβινύ, οι κάτοικοι του χωριού άρχισαν να αισθάνονται κάτι διαφορετικό: μνήμες από ένα πιο γλυκό παρελθόν, που είναι ακόμα ζωντανό σε μέρη σαν κι αυτό.
«Πολλοί από εμάς νόμισαν ότι η ταινία θα αλλάξει το ύφος τού Φλαβινύ» λέει ο Ζακ Βαντεβάλ (Jacques Vandewalle), ετών 63, ο οποίος εμφανίζεται για λίγο στην ταινία ως ένας ασπρομάλλης που διασχίζει την πλατεία μέσα στην χιονοθύελλα. «Όμως, έφερε τους ανθρώπους πιο κοντά. Μας θύμισε πώς ήταν το χωριό παλιά.»
Και αν και το Φλαβινύ δεν έχει σοκολατερία, η ταινία αποτύπωσε μια από τις πολυτιμότερες πλευρές τής Βουργουνδίας: το φαγητό της.
Σε χωριά σαν κι αυτό, μπορεί κανείς να αρχίσει να πιστεύει ότι κάποια στιγμή μια Βιάν θα του αναποδογυρίσει τη ζωή με ένα της πιάτο. Τα γυμνά, ξύλινα τραπέζια στο μοναδικό εστιατόριο του Φλαβινύ δεν μοιάζουν με τα μέρη όπου σερβίρουν γεύματα υψηλής γαλλικής κουζίνας. Όμως το εξαιρετικά καλό φαγητό τής Βουργουνδίας μπορεί να βρεθεί στα πιο ταπεινά μέρη. Ακόμα κι εδώ, τα φημισμένα ντόπια σαλιγκάρια είναι τόσο έξοχα όσο και αυτά που σερβίρονται στα καλύτερα εστιατόρια του Παρισιού ˙ το ίδιο ισχύει και για τοπικές σπεσιαλιτέ, όπως τα αυγά ‘ποσέ’ – αυγά μαγειρεμένα με κόκκινο κρασί και γλυκά κρεμμύδια. Επίσης, αντίθετα από τα εστιατόρια του Παρισιού, τα συλλογικά γεύματα παραμένουν μια αγαπημένη παράδοση σε χωριά σαν το Φλαβινύ, όπου το να καθίσεις για μεσημεριανό στο τραπέζι κάποιου κοινοτικού εστιατορίου, περιλαμβάνει και κουτσομπολιό με τους ντόπιους.
«Αυτό είναι ένα μαγικό μέρος» λέει ο Ρομπέρτο Λιβράγκι (Roberto Livraghi), ο Ιταλός επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συλλόγου Γκολφ, που αγόρασε ένα σπίτι στο Φλαβινύ δυο χρόνια πριν. Τώρα πια, στους φίλους του περιλαμβάνονται ο υδραυλικός τού χωριού, ο μπάρμαν και ο ιδιοκτήτης τού καφέ – πολύ διαφορετικοί από τους φίλους του της υψηλής κοινωνίας στην Ιταλία, όπως λέει. Μια από τις μεγαλύτερες χαρές του είναι να παρακολουθεί την καθημερινή Γρηγοριανή Λειτουργία να ψάλλεται από τους Βενεδικτίνους μοναχούς τού αβαείου του Αγ. Ιωσήφ ντε Κλαιρβάλ (St. Joseph de Clairval) στο Φλαβινύ. «Εδώ έχω την αίσθηση ότι το σπίτι μου με διάλεξε, και όχι εγώ αυτό» λέει ο Λιβράγκι.
Βρισκόμενο στην βουργουνδική περιοχή τής Χρυσής Ακτής [σημ. το όνομα φυσικά δε δηλώνει παραθαλάσσια τοποθεσία, μα δόθηκε εξαιτίας των επίπεδων, στενόμακρων κοιλάδων τής περιοχής, και μάλιστα είναι παλιότερο των ανάλογων ονομάτων τής Γαλλικής Ριβιέρας], το Φλαβινύ είναι το τέλειο ορμητήριο για την εξερεύνηση πολυάριθμων ιστορικών χωριών, κρυμμένα ανάμεσα στους λόφους κατά μήκος στενών εξοχικών δρόμων. Επτά χιλιόμετρα βόρεια βρίσκεται η Αλέσια (Alesia), όπου το 57 μ.Χ ο Ιούλιος Καίσαρας νίκησε τελικά τους Γαλάτες αλλάζοντας πορεία στην ιστορία τής Γαλλίας. Μοίρασε την ύπαιθρο στους στρατηγούς του, συμπεριλαμβανομένου και του Φλαβινίου (Flavinius), του οποίου το όνομα πήρε η κωμόπολη [σημ.: το Φλαβινύ-συρ-Οζεραίν σημαίνει 'το Φλαβινύ στον ποταμό Οζεραίν'].
Σε ένα άλλο απ΄ αυτά τα χωριά, την Σαιντ-Μανιάνς (Sainte-Magnance), επιτέλους τη βρίσκω: μια σύγχρονη Βιάν. Η Μαρτίν Κοστάιγ (Martine Costaille) αναπαλαίωσε μόνη της το σπίτι-φρούριο τού 12ου αιώνα που της ανήκει, τον πύργο Ζακό (Chateau Jaquot), σήμερα μια πανσιόν με ένα δωμάτιο. Στον κήπο της η Κοστάιγ, από ειδικά βελτιωμένους σπόρους, καλλιεργεί λαχανικά που έχουν εξαφανιστεί από τις γαλλικές αγορές για καμιά 500αριά χρόνια.
«Δοκίμασε αυτό» λέει η Κοστάιγ αφήνοντας κάτω ένα πιάτο με παγωτό. «Μόλις το επινόησα.»
Με την πρώτη πιρουνιά μένω άφωνη. Συνδυάζει αστεροειδή γλυκάνισο με πιπέρι Σιτσουάν. Από πάνω υπάρχει ένα κομμάτι φλούδας από γκρέιπφρουτ με ζάχαρη και ροζ πιπέρι, εισαγωγή από τη νήσο Ρεϋνιόν (Réunion) στον Ινδικό Ωκεανό [σημ.: παλιότερα ονομαζόταν νήσος Μπουρμπόν (Île Bourbon), δηλ. νησί των Βουρβόνων, εξ ου και οι ποικιλίες βανίλιας μπουρμπόν ή του πιπεριού μπουρμπόν, όπως ονομάζεται αλλιώς το ροζ πιπέρι]. Δίπλα υπάρχει ένα ποτήρι με κρασί Βουργουνδίας από το διπλανό χωριό, για να κατέβει η εξαίσια γεύση.
Το ‘Σοκολά’ έχει δίκιο: υπάρχει όντως κάτι μαγικό σε αυτή τη γωνιά τού κόσμου.
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Ρεπορτάζ

