απόσπασμα: Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας - Σινά (1927)
![]() |
| πηγή |
Καθόμαστε στην υψηλότερη κορυφή της σιναΐτικης οροσειράς, στο εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης (2646 μέτρα). Μαζί μας σήμερα είναι κι ο πάτερ Μωυσής.
Ήλιος λαμπρός, κάτω, έως την άκρη του ματιού, όλη η Πετραία Αραβία αχνίζει.
Ο πάτερ Μωυσής—λιγνός, κοντός, ευλύγιστος Καρπενησιώτης—είναι εδώ κυρίαρχος. Αυτός έκαμε το δρόμο ως την κορυφή, αυτός στερέωσε το μικρό αυτό εκκλησάκι, που καθόμαστε τώρα στα πεζούλια του, αυτός επιμελείται το μικρό ξενώνα, έφερε παπλώματα, κάρβουνα, τροφές, εικονίσματα, ρακή.
Βράζει το φαΐ, ψήνουνται στη θράκα δυο πέρδικες που σκοτώσαμε στο δρόμο, ο αγαπημένος μας Βεδουίνος, ο Φεράγγης, σκύβει, συμπαίνει τη φωτιά, το λιγνό του σώμα τινάζεται λυγερό, δυνατό, νεαρότατο. Ο Καλμούχος σημαδεύει σ' ένα κομμάτι χαρτί τις γραμμές των βουνών, κι από πάνω του, τυλιμένος σε μιαν πατανία, σκύβει με απληστία ο Παχώμιος και κοιτάζει.
Αρχίζουν και μυρίζουν οι πέρδικες, στριγμωνόμαστε στο πεζούλι, περιμένουμε. Κρύο και πείνα και χαρά μεγάλη.
Ο Μωυσής φέρνει γλυκό, τσάι και ρακή από χουρμάδες. Ύστερα, καρύδια, μύγδαλα και μέλι. Τέλος ένα μεγάλο μαύρο σταφύλι, που το είχε από πέρυσι κρεμασμένο σ' ένα σακούλι, γλυκύτατο, όλο χυμό.
Ο Μωυσής χαίρεται που έχει ξένους να διακονεί· πετιέται, πάει μέσα στην εκκλησιά, ξαναπροβαίνει, λύνει τα σκοινιά από ένα κοντάρι που είχε καρφώσει στον πιο υψηλό βράχο και σηκώνει την ελληνική σημαία. Παίρνει το δίκανο, πυροβολεί. Αρχίζει ένα κλέφτικο τραγούδι, καρπενησιώτικο.
Ένας καλός άνθρωπος, συλλογίζουμαι, μπορεί ν' αγιάσει έναν τόπο, σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων. Να, ο λιγνός αυτός, ταπεινός καλόγερος, σε μια τραχύτατη κορυφή, έχτισε σπίτι, έκαμε τζάκι, άναψε φωτιά, σήκωσε σημαία. Νίκησε όλες τις δυνάμες του πονηρού. Νίκησε και τη σοβαρότητα και τη θλίψη, και γελά και τραγουδά σαν τσοπάνος, κι η καρδιά του χτυπά, γιατί έχει μπροστά του δυο άγνωστους ανθρώπους να υπηρετήσει.
—Πώς έγινες, πάτερ Μωυσή, καλόγερος;
Κι ο πάτερ Μωυσής, γελώντας, ειρωνευόμενος τον εαυτό του, όλο κέφι, αποκρίθηκε:
—Από 12 χρονώ ήθελα να καλογερέψω. Μα ο Διάβολος μου έφερνε εμπόδια. Και τι εμπόδια, θα μου πεις; Να, οι δουλειές μου πήγαιναν καλά. Έβγαζα χρήματα. Και τι θα πει έβγαζα χρήματα; Να, ξεχνάς το Θεό !
»Έγινα ταχυδρόμος, μεταπράτης, τσαγκάρης, δούλεψα στα μεταλλεία του Λαυρίου, ύστερα πήγα στους σιδερόδρομους, στο Ικόνιο. Έλεγα: Μόλις χάσω τα λεφτά μου, θα πάω να καλογερέψω. Ο Θεός με αγαπούσε. Έκοψα το σκοινί, έφυγα. Πώς κόβουν το σκοινί από το αερόστατο; Και το αερόστατο πάει στον ουρανό; Έτσι έφυγα από τον κόσμο !
»Είμαι τώρα είκοσι χρόνια εδώ. Τι κάνω; Ό,τι έκανα και στον κόσμο. Δουλεύω. Από το πρωί έως το βράδυ, δουλεύω. Θα πεις: Είναι το ίδιο. Εγώ σου λέω: Καθόλου ! Εδώ είμαι ευτυχής. Εκεί, στον κόσμο, δεν ήμουν.
»Και τι δουλεύω; Φτιάνω δρόμους. Όλοι οι δρόμοι που περάσαμε, είναι δικοί μου. Φτιάνω δρόμους. Αυτό είναι το διακόνημά μου. Γι' αυτό γεννήθηκα. Αν πάω στον Παράδεισο, θα πάω από τους δρόμους που φτιάνω!
Και γέλασε κοροϊδεύοντας την ελπίδα του:
—Πφ ! Παράδεισο ! Έτσι μπαίνουν στον Παράδεισο;
Ο Παχώμιος, αφελής, καλοφαγάς, τουρτούρης, σφίχτηκε στην πατανία του και τον καθησύχασε:
—Θα μπεις, Μωυσή... Θα μπεις, Μωυσή... Μη στενοχωριέσαι.
Ο Μωυσής γέλασε:
—Εσύ τι φοβάσαι; Εσύ κρατάς ένα βουρτσάκι και μπογιές. Ζωγραφίζεις τον Παράδεισο και μπαίνεις μέσα.
»Μα εγώ, τράβα κορδέλα ! Πρέπει να φτιάσω δρόμο, ίσαμε την πόρτα του Παράδεισου. Αλλιώς δεν μπαίνω. Καθένας με τα έργα του.
Στράφηκε στον Καλμούχο και του είπε:
—Και του λόγου σου, θα μπογιατίσεις ένα τοίχο, θα κάμεις δέντρα, θα βάλεις νερά, θα φτιάσεις αγγέλους, θα μπεις κι εσύ μέσα. Σαν τον Παχώμιο. —Μα του λόγου σου;
Και στράφηκε με μεγάλη περιέργεια σε μένα.
—Εγώ, αποκρίθηκα, μπήκα κιόλας.
»Εγώ φαντάζουμαι τον Παράδεισο ένα βουνό ψηλό, και στην κορφή του ένα πεζούλι πέτρινο. Κι απάνω στο πεζούλι, καρύδια, σταφύλια, χουρμάδες και ρακή. Και να κάθουμαι, και να είναι κοντά μου τρεις άνθρωποι καλοί και να κουβεντιάζουμε για τον Παράδεισο !
Έτσι, με τις κουβέντες, με το φαΐ, με το πιοτό, σκαλίζοντας τα ονόματά μας στους βράχους, πέρασε η μέρα. Άρχισε φοβερό κρύο. Μπήκαμε μέσα στην εκκλησιά.
Ο βράχος, όπου οι άγγελοι είχαν αποθέσει επί διακόσια χρόνια το σώμα της Αγίας Αικατερίνης, είχε φουσκώσει, είχε ανεβεί σαν το ψωμί κι είχε πάρει το σχήμα της ξαπλωμένης αγίας. Ο Μωυσής κρατούσε ένα αναμμένο κερί και μας έδειχνε, πάνω στο βράχο, το κεφάλι, το στήθος και τα πόδια της αγίας. Μας δηγόταν το βίο και τα μαρτύριά της, ήσυχα, χαρούμενα, απλά—σα να μιλούσε για τη γης: Πώς έβρεξε, πώς φύτρωσε ο καρπός, πώς θερίστηκε...
Μπήκαμε στο κελί, ανάψαμε το μαγκάλι, μακριά πολύ ακούστηκε, σα μουκανητό, η βροντή.
Άξαφνα ο Καλμούχος, συγκινημένος από την ευδαιμονία αυτήν, είπε:
—Πάτερ Μωυσή, εγώ θα σου ζωγραφίσω μιαν Αγία Αικατερίνη, δώρο.
Ο Μωυσής έβηξε με πονηριά.
—Γιατί βήχεις;
—Ξέρω κι εγώ; Έχω ακουστά πως όποιος ζωγραφίζει μιαν εικόνα, πρέπει πρώτα να πλένει καλά τα χέρια του, να μην τρώει κρέας—με καταλαβαίνεις—και να μην πίνει τσιγάρο. Μονάχα έτσι η εικόνα θα κάνει θάματα και θα είναι κι όμορφη.
Άναψε η συζήτηση. Ο Παχώμιος άνοιξε τα αυτιά του κι άκουε.
Ο Καλμούχος—νέος, δυνατός, στην αρχή της τέχνης του— έπιανε τον ώριμο ασπρογένη ζωγράφο και τον αρμήνευε:
—Πρέπει ο ζωγράφος να έχει πάντα στο νου του το βίο του αγίου που θέλει να ζωγραφίσει. Να μη συλλογίζεται τίποτα άλλο, μέρα νύχτα. Και πότε θα πιάσει το πινέλο να ζωγραφίσει; Όταν δει πια τον άγιο στο όνειρό του.
Ο Μωυσής τινάχτηκε συγκινημένος:
—Τώρα θα σας πω κάτι που ποτέ μου ως τώρα κανενός δεν το ξομολογήθηκα. Εμένα, είπαμε, το διακόνημά μου είναι να φτιάνω δρόμους. Όλη μέρα παιδεύουμαι. Από πού να τον πάω το δρόμο, δεξά, ζερβά, πού να χτίσω το γιοφύρι, πού ν' ανοίξω το χαντάκι για τα νερά. Και τυραννιούμαι, δεν ξέρω. Και τη νύχτα βλέπω στο όνειρό μου από πού να φτιάσω το δρόμο. Γι' αύτό γίνουνται στερεοί.
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο

