10/09/2013

Ο Μέγας Ίσκιος

περιοχή: Κάστρο Κυλλήνης, Ηλεία, Ελλάδα
απόσπασμα: Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας - Μοριάς (1937)

Κατέβηκα στη θάλασσα, στο αιώνιο στοιχείο της Ελλάδας, κολύμπησα, ξάπλωσα στις πέτρες, άκουγα μακριά το βουητό του ανθρώπινου κοπαδιού και κοίταζα πέρα κατά τη Ζάκυνθο, πιο πέρα ακόμα, κατά τη μυστική πατρίδα μας, την Ιθάκη.
Κι άξαφνα από την αιώνια θάλασσα τινάχτηκε πάλι, καβαλικεύοντας τα κύματα, το καράβι του Οδυσσέα. Κι ο καπετάνιος κάθεται, καθώς το συνηθάει, καβάλα στο δοιάκι, με το μυτερό σκουφί κατεβασμένο ως τα φρύδια. Στραφταλίζουν τα μικρά του παμπόνηρα μάτια, τα φρύδια του είναι συμμαζεμένα—σα να ζυγιάζει με το μάτι ένα νησί που ορέχτηκε να κουρσέψει ή ένα σύννεφο που πρόβαλε ξαφνικά στον ουρανό καργαρισμένο ανέμους· ή τη δύναμή του και τη δύναμη των αθάνα­των, προτού ν' αποφασίσει αν συφέρει να φανεί γενναίος ή πανούργος.
   Κοιτάζω πέρα κατά την Ιθάκη και νιώθω στο μέτωπο μου το δροσερό αγεράκι που φυσούσε στα μελίγγια του, όταν άνοι­ξε, χαράματα, την πόρτα του παλατιού του—δε χωρούσε πια στη γυναίκα του, στο γιο του, στην πατρίδα του, στους θεούς του—και πήδηξε στο καράβι του να φύγει.
   Μπήκε στη θάλασσα, και πια δε στράφηκε πίσω. Ένας είπε: «Τον είδα να κουβεντιάζει με την Ελένη ένα δειλινό, κρυφά, μέσα στον καλαμιώνα του Ευρώτα». Ένας άλλος εί­πε: «Τον είδα να περνάει τις κολόνες του Ηρακλή και ν' α­φήνει πίσω του τον κόσμο». Και μια νύχτα στον ύπνο του ο Τηλέμαχος τον είδε: ανέβαινε, ανέβαινε στον Όλυμπο. σηκώ­νοντας αψηλά δυο κουπιά στον ώμο του, σα δυο φτερούγες. Ο Τηλέμαχος πετάχτηκε τρομαγμένος από το στρώμα του και φώναξε: «Ο κύρης μου πέθανε!»
   Μα εσύ, καραβοκύρη της Ελλάδας, με το σκουφί το μυτερό, με το παμπόνηρο νηφάλιο μάτι, με το μυαλό που πλάθει μύθους και χαίρεται το ψέμα σαν έργο τέχνης, πεισματάρης, γενναίος και πολυμήχανος, κάθεσαι στο καράβι της Ελλάδας κι άγρυπνος κρατάς το τιμόνι...

Ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, η θάλασσα είχε γίνει σαν κρασί, τα τραγούδια των ανθρώπων αγρίεψαν, οι πίπιζες άρχιζαν πάλι να ουρλιάζουν. Δυο τρία κάρα πέρασαν γιαλό γιαλό γεμάτα γυναίκες, που σκλήριζαν, γελούσαν κι έπεφταν η μια στην αγκάλη της άλλης. Σκόλαζε το πανηγύρι. Κι εγώ, ανακαθισμένος τώρα απάνω στα χαλίκια, σταύρωνα τα χέρια μου σαν τον εργάτη. Στο νου μου κρατούσα, πλούσια αμοιβή, το μεροκάματο μου: το αδάμαστο κάστρο, το πολύχρωμο πανηγύρι, και κατά το δειλινό, απάνω στα κύματα, τέλος, το μέγαν Ίσκιο.


Ο Χάρτης της Περιοχής

Το Βιβλίο