απόσπασμα: Δ. Καμπουράκης, Μια Σταγόνα Ιστορία - Τόμος ΙII (2013)
![]() |
| πηγή |
Μάθετε τώρα κάτι που αποτελεί κοινό τόπο ανάμεσα στους
μελετητές της ιστορίας αλλά για έναν πολύ ευνόητο λόγο, τον οποίο θα
αντιληφθείτε, συνήθως αποσιωπάται. Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο
είναι γραμμένη η περίφημη φράση του «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα,
είμαι ελεύθερος». Πάμπολλες είναι οι αναλύσεις, οι πραγματείες, τα δοκίμια και
οι φιλοσοφικού τύπου μελέτες που έχουν στηριχτεί πάνω σε αυτή την περίφημη
καζαντζάκεια φράση. Από ολόκληρο το θηριώδες έργο του μεγάλου Κρητικού στοχαστή,
αυτές οι οκτώ λέξεις έχουν επιλεγεί ως οι αντιπροσωπευτικότερες του τρόπου
σκέψης και ζωής του – του τρόπου σκέψης και ζωής ενός ανθρώπου που μόνο τα
συντηρητικά στεγανά της εποχής του του στέρησαν το βραβείο Νόμπελ.
Ε. λοιπόν, η περίφημη αυτή φράση δεν ανήκει στον Καζαντζάκη. Τη χρησιμοποιούσε, την έγραφε, ήταν μια φράση που τον εξέφραζε απόλυτα – πλην δεν ήταν δική του. Ανήκε σε έναν μεγάλο Κυνικό φιλόσοφο από την Κύπρο, που έζησε στην Αθήνα τον 2ο μετά Χριστόν αιώνα, τον Δημώνακτα. έναν εξαιρετικά μορφωμένο και πλούσιο άνθρωπο, ο οποίος όμως πέρασε όλη του τη ζωή ντυμένος με κουρέλια και ξυπόλυτος, μιμούμενος τον άλλο περίφημο Κυνικό φιλόσοφο, τον Διογένη – αυτόν που ζούσε στο πιθάρι.
Τη διδασκαλία και
τα αποφθέγματα του Δημώνακτα διέσωσε ο Λουκιανός. Στο έργο Δημώνακτος βίος, που
μπορείτε να βρείτε στον Ζ' τόμο των απάντων του (σε έκδοση της Βιβλιοθήκης των
Ελλήνων), ο Λουκιανός καταγράφει τον ακόλουθο διάλογο ανάμεσα στον Δημώνακτα
και κάποιον άλλον. Σε ακριβή μετάφραση: «Όταν κάποιος τον ρώτησε ποιος είναι ο
ορισμός της ευτυχίας, απάντησε ότι ο μόνος ευτυχισμένος είναι ο ελεύθερος. Κι
όταν (ο συνομιλητής του) παρατήρησε πως υπάρχουν πολλοί ελεύθεροι, (ο Δημώναξ) απάντησε,
μιλώ για κείνον που μήτε ελπίζει, μήτε φοβάται τίποτα». Ο Λουκιανός έγραψε τον Δημώνακτος βιον γύρω στο 160 μ.Χ.,
είκοσι αιώνες δηλαδή πριν εμφανιστεί ο Καζαντζάκης.Ε. λοιπόν, η περίφημη αυτή φράση δεν ανήκει στον Καζαντζάκη. Τη χρησιμοποιούσε, την έγραφε, ήταν μια φράση που τον εξέφραζε απόλυτα – πλην δεν ήταν δική του. Ανήκε σε έναν μεγάλο Κυνικό φιλόσοφο από την Κύπρο, που έζησε στην Αθήνα τον 2ο μετά Χριστόν αιώνα, τον Δημώνακτα. έναν εξαιρετικά μορφωμένο και πλούσιο άνθρωπο, ο οποίος όμως πέρασε όλη του τη ζωή ντυμένος με κουρέλια και ξυπόλυτος, μιμούμενος τον άλλο περίφημο Κυνικό φιλόσοφο, τον Διογένη – αυτόν που ζούσε στο πιθάρι.
Ας βάλουμε λοιπόν
τα πράγματα στη θέση τους. Οι ιστορικές πηγές βεβαιώνουν ότι η περίφημη φράση
ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον Δημώνακτα. Δεδομένου ότι ο Καζαντζάκης ήταν
άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (είχε μεταφράσει την Ιλιάδα
και την Οδύσσεια), προφανώς είχε διαβάσει Λουκιανό και είχε συγκρατήσει τον
συγκεκριμένο φιλοσοφικό διάλογο – είχε αποτυπώσει αποφθεγματικά το συμπέρασμά
του και το είχε χρησιμοποιήσει. Μάλιστα, αν και κάτι τέτοιο δεν καταγράφηκε
πουθενά, το πιθανότερο είναι ότι ο Καζαντζάκης δεν είχε παραλείψει να αναφέρει
ότι επρόκειτο στην πραγματικότητα για φιλοσοφικό συμπέρασμα του Δημώνακτα. Το
μόνο σίγουρο είναι πως ένας πνευματικός γίγαντας του διαμετρήματός του δεν είχε
καμία ανάγκη να πασάρει φράσεις άλλων για δικές του. Δόξα τω Θεώ, οι
εκπληκτικές φράσεις που έχει σκεφτεί και γράψει από μόνος του θα αρκούσαν για
να καλυφθούν με επιγράμματα όλοι οι τάφοι του Α' Νεκροταφείου στην Αθήνα.
Υπάρχει όμως και
μία ευρύτερη οπτική γωνία από την οποία θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το όλο
ζήτημα – αρκεί να ξεφύγουμε για λίγο από τη στενοκεφαλιά της σχολαστικής
ιστορίας. Θα μπορούσε να πει κανείς πως, εκ του αποτελέσματος, η φράση ανήκει
τελικά στον Νίκο Καζαντζάκη. Γιατί, ακόμα κι αν άλλος ήταν αυτός που την
εκστόμισε πρώτος, η φράση προσέλαβε το συγκεκριμένο περιεχόμενό της, το
συμπυκνωμένο νόημα, τη δύναμη και την ακτινοβολία της από τον μεγάλο Κρητικό λογοτέχνη.
Ο Καζαντζάκης ήταν αυτός που την έκανε γνωστή σε όλο τον κόσμο, ο Καζαντζάκης
έβαλε εκατομμύρια ανθρώπους να σκεφτούν και να δράσουν με οδηγό αυτήν. Η φράση
εντέλει του ανήκει – αυτός δεν ήλπιζε τίποτα, δεν φοβόταν τίποτα και έζησε
πραγματικά ελεύθερος. Όλα τα άλλα είναι για τους σχολαστικούς και τους
μικρόψυχους.
Απόσπασμα από την Ασκητική (Salvatores Dei) – Η Προετοιμασία, Τρίτο Χρέος
Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!
Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν΄ αφανίζουνται, και λέω: "Αυτό θέλω!"
Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.
Απόσπασμα από επιστολή του στην Ελένη Καζαντζάκη, 1927
Η “Ασκητική” είναι μια φοβερή, αιματερή κραυγή, που θ’ ακουστεί μετά το θάνατό μου. Τώρα οι άνθρωποι καταλαβαίνουν μονάχα την ποιητική φόρμα. Μα μέσα στις παρομοίωσες αυτές και στις λυρικές φράσες αναπηδά φλογερή, πάνοπλη, πέρα από απελπισία κι ελπίδα, η μελλούμενη όψη τού Θεού.
Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!
Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν΄ αφανίζουνται, και λέω: "Αυτό θέλω!"
Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.
Απόσπασμα από επιστολή του στην Ελένη Καζαντζάκη, 1927
Η “Ασκητική” είναι μια φοβερή, αιματερή κραυγή, που θ’ ακουστεί μετά το θάνατό μου. Τώρα οι άνθρωποι καταλαβαίνουν μονάχα την ποιητική φόρμα. Μα μέσα στις παρομοίωσες αυτές και στις λυρικές φράσες αναπηδά φλογερή, πάνοπλη, πέρα από απελπισία κι ελπίδα, η μελλούμενη όψη τού Θεού.

