απόσπασμα: Γαλάτεια Καζαντζάκη, Άνθρωποι & Υπεράνθρωποι (1957)
Πήραν ένα τρένο και έπειτα πήραν ένα άλλο... κι έπειτα ένα άλλο, ώσπου φτάσανε. Πρώτη φορά που έβλεπε η Δανάη το Βερολίνο στο φως της μέρας. Της έκανε μεγάλη εντύπωση. Όλα ήταν πελώρια... οι δρόμοι, τα χτήρια, οι πλατείες, τ' αγάλματα. Σα να το κατοικούσαν Σαραντάπηχοι κι όχι κανονικοί ανθρώποι. Πραγματικά, το Αιγυπτιακό μουσείο ήταν καταπληχτικό. Απέραντες αίθουσες, γιομάτες από τις παραμυθένιες μεταθανάτιες κατοικίες των Φαραώ. Ό,τι πολύτιμο στολίδι σε πετράδι και χρυσάφι, ό,τι φανταχτερό σε χρώμα, ό,τι πολυποίκιλο, ό,τι πολύμορφο σε διακόσμηση, το' βλεπες. Το μπλε, το κόκκινο, το κίτρινο, το μαύρο, ύστερα από χιλιάδες χρόνια έλαμπε ζωηρό αναδείχνοντας τα λιγνά κορμιά των βασιλιάδων, των σκλάβων, των θεών, των συμβόλων, των αναρίθμητων μ' ένα λόγο παραστάσεων που γιόμιζαν τους τοίχους. Κι έπειτα... κι έπειτα οι μούμιες
αυτών που για χάρη τους είχαν φτιαχτεί όλα τούτα. Μούμιες κάτω από γυαλένια καπάκια. Λίγο ακόμα και θα μπορούσες να βρεις την πρωτινή τους ανθρώπινη έκφραση στο καφετί γυαλιστερό πετσί που τύλιγε και συγκρατούσε το σκελετό. Την έβλεπες όμως στο καπάκι της σαρκοφάγου εκεί πλάι με τα ορθάνοιχτα μάτια. Κοιτάζοντας η Δανάη, έπεφτε στις πιο κοινότοπες φιλοσοφίες. «Αυτή η μούμια ήτανε κάποτε ζωντανός άνθρωπος. Μιλούσε, λυπόταν, χαιρόταν, υπόφερε, ώσπου κάποτε πέθανε. Ε, κι έπειτα; Με τη διαφορά πως ο θάνατος ο δικός του δεν έμοιαζε σε τίποτα με το δικό μας τον τωρινό. Γιατί, ενώ εμείς κλείνοντας τα μάτια, ξέρομε πως πάμε στον αγύριστο κι είμαστε υποταγμένοι στη μοίρα μας, τούτοι με κανέναν τρόπο δεν δέχουνταν τον αγύριστο τούτο μισεμό. Πώς ήτανε μπορετό ν' αποχωριστούν τη ζωή για πάντα; Θα' φευγαν, αλλά θα ξαναγύριζαν... και για να μη βρεθούνε σαν ξενιτεμένοι που φτάνουν στο σπιτικό τους και το βρίσκουν ρημαγμένο κι αδειανό... έβαζαν στους τάφους τους ό,τι πολύτιμο κι αγαπητό είχαν, και ήξεραν οι τεχνίτες τους να ζωγραφίζουν τα πρόσωπά τους με όλα τα πιθέματα, έτσι όπως τα' χανε ζώντας, για να βρουν όχι μόνο τον περίγυρο τον εξωτερικό τους μα και τη φυσιογνωμία τους σα θα γυρνούσαν. Να νικήσουν το θάνατο! Να ξανάρθουν στα λημέρια τους. Κι όχι μόνο οι βασιλιάδες που ζούσαν στα καλά και τ' αγαθά, μα και οι δούλοι, οι σκλάβοι, οι βασανισμένοι κάτω απ' τον ανελέητο ήλιο και την καυτή άμμο! Κι αυτοί να ξανάρθουν. Η ζωή! Η πολύπαθη, η πολύμορφη ζωή... η μυριαγάπητη».
— Τούτοι, είπε η
Δανάη σε μια στιγμή στον Αλέξανδρο, είναι πιο κοντά μας με τη λαχτάρα τους,
παρά οι Έλληνες με την ολόφωτη τέχνη τους, που αγνόησε το θάνατο κι είδε μόνο
την ομορφιά στη ζωή. Ναούς, ήρωες, θεούς σε πάγκαλες μορφές αποδομένα, αλλά
ζεστασιά, παλμό, πραγματικότητα μηδέν. Κι έρχεται ύστερα ο χριστιανισμός και
τάζει έναν παράδεισο, σώνει να ξεφύγουμε απ' τα δολερά πλεμάτια των παθών μας,
κι έτσι λυτρωμένοι, να γενούμε άξιοι της ουράνιας βασιλείας. Για τους
Αιγυπτίους ο παράδεισος ήτανε τούτος 'δώ ο χεροπιαστός κόσμος. Αυτά τα
δοκιμασμένα, τα γνώριμα. Το πέρα από 'δώ δεν υπήρχε πουθενά, αφού τους ήτανε
άγνωστο.
Εκείνο όμως που θα' μενε για πάντα αξέχαστο στη Δανάη ήτανε
η σαρκοφάγος ενός μικρού παιδιού με μια κούκλα κι ένα στραβοπατημένο ψάθινο
παπουτσάκι.
Οι μούμιες οι βασιλικές, με τους παραμυθένιους θησαυρούς τους,
είχανε σβήσει από τα μάτια και τη σκέψη της κι έβλεπε το στραβοπατημένο
παπουτσάκι και την κούκλα... τα' βλεπε με τον ίδιο ανθρώπινο πόνο, τον αιώνιο,
που θα' νιωθε και στο θάνατο σημερινού παιδιού. Το παιδί δεν ήταν χωρίς άλλο
βασιλόπουλο, θα' τανε καμιανού φτωχού δουλευτή...
— Κλαις;
![]() |
Μουμιοποιημένα σώματα οικογενειακού τάφου της Χαουάρα της ρωμαϊκής περιόδου, που εκτίθονται στο Νόιες Μουζέουμ. Τα κεφάλια των νεκρών καλύπτονταν από εξαίρετες προσωπογραφίες (πορτραίτα Φαγιούμ) ή από νεκρικές μάσκες. πηγή |
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο
σημείωση: Το Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1923 η Γαλάτεια επισκέπτεται από την Αθήνα τον άντρα της, Νίκο Καζαντζάκη, που μένει στο Βερολίνο. Η Αιγυπτιακή συλλογή, η οποία αποτελούνταν από θησαυρούς που είχαν αποσπάσει οι Πρώσοι, φιλοξενούνταν στο "Νέο Μουσείο" από τη δεκαετία του 1850.
Το μουσείο έμεινε κλειστό από τις αρχές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, το ’39, ενώ το κτήριο και πολλά εκθέματα υπέστησαν εκτεταμένες φθορές κατά τους βομβαρδισμούς του ’43 και του ‘45. Μετά τον πόλεμο η συλλογή χωρίστηκε στα δυο – άλλα εκθέματα παρέμειναν στο ανατολικό Βερολίνο, ενώ τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν στο δυτικό τμήμα της πόλης. Η συλλογή ενοποιήθηκε και επέστρεψε στην αρχική της θέση το 2009, μετά από την ανοικοδόμηση του "Νέου Μουσείου". Στο κτήριο διακρίνονται σήμερα σημάδια από τις καταστροφές του πολέμου, καθώς μέλη (όπως κάποιες κολώνες και τμήματα των τοίχων) από το παλιό κτήριο διατηρήθηκαν.
Ανάμεσα στα πολύτιμα εκθέματα βρίσκονται η προτομή της βασίλισσας Νεφερτίτης και ένα ιερό ανάγλυφο της οικογένειάς της, λουσμένης στις ακτίνες του νέου θεού τους, του θεού Ήλιου.