απόσπασμα: Κίκα Ολυμπίου, Ταξιδιωτικές Περιπλανήσεις (2005)
Λισμπόα – Λισσαβόνα. Ο μύθος θέλει τ' όνομά της να προέρχεται απ' τον δικό μας Οδυσσέα που στις περιπλανήσεις του έφτασε ως εδώ, έκτισε πολιτεία και την είπε Ουλίσιπον (Ulisses) – Λισμπόα – Λισσαβόνα. Τη φανταζόμαστε χτισμένη πλάι στον ωκεανό. Κι όμως απέχει 17 χιλιόμετρα. Πρώτη φορά βλέπουμε ποτάμι ν' ανοίγεται τόσο στις εκβολές του, εκεί όπου ενώνεται με τον ωκεανό, ώστε να μη μπορείς να πεις πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο. Ο Τάγος, ξεκινώντας απ' την Ισπανία, έρχεται να συντροφέψει την όμορφη πόλη και να ενωθεί εδώ με τον Ατλαντικό. Ο Πύργος του Μπελέμ, χτισμένος στην ακροποταμιά-ακροθαλασσιά, μνημείο-έμβλημα της Λισσαβόνας, μας πάει πέντε αιώνες πίσω, τότε που από δω ξεκινούσαν οι καραβέλες των εξερευνητών για το άγνωστο.
Αυτό το άγνωστο που το αντικρίσαμε σ' όλη την τρομακτική μεγαλοπρέπειά του ένα απόγευμα, αγναντεύοντάς το από τον Κάβο ντα Ρόκας, το δυτικότερο άκρο της ηπειρωτικής Ευρώπης, και το οποίο σηματοδοτούν οι στίχοι του Καμόενς – του ποιητή που περιέγραψε και εξύμνησε τους άθλους των εξερευνητών – χαραγμένοι σε μια πέτρινη στήλη: «Εδώ τελειώνει η στεριά κι αρχίζει η θάλασσα». Ο Ατλαντικός απλώνει την απεραντοσύνη του πέρα από τους απότομους βράχους της ακτής, αλλά δυστυχώς μόνο να τον φανταστούμε μπορούμε. Η υγρή θολούρα των υδρατμών μάς γεννά ακόμα μια φορά το θαυμασμό για τους γενναίους θαλασσοπόρους που τολμούσαν να ξεκινήσουν γι' αυτό το σκοτεινό, απειλητικό άγνωστο.
Στην παραλία όμως της Λισσαβόνας η θάλασσα είναι ήρεμη. Εκεί βρίσκεται και το πολύ νεότερο Μνημείο των Ανακαλύψεων, ένα πέτρινο ομοίωμα πλώρης, διακοσμημένο με τις ανάγλυφες μορφές του εμπνευστή των πορτογαλικών υπερπόντιων ταξιδιών, του Ερρίκου του Θαλασσοπόρου κι όλων των άλλων που συνέδραμαν στην υλοποίηση του ονείρου του.
Πολύ κοντά είναι κτισμένο και το μοναστήρι των Ιερωνυμιτών, το πιο χαρακτηριστικό δείγμα του ρυθμού «μανουελίνο». που πήρε τ' όνομα του απ' το βασιλιά Μανουήλ (1495-1521), ενός ρυθμού με μεγαλόπρεπη και πλούσια διακόσμηση. Μέσα στην εκκλησία του μοναστηριού κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο τους σε δυο αντικριστούς τάφους ο ατρόμητος θαλασσοπόρος Βάσκο ντα Γκάμα και ο ποιητής που ύμνησε τα κατορθώματά του, ο Καμόενς.
Ανεβοκατεβαίνουμε πολλές φορές την Avenida de Liberdade, τη φαρδιά λεωφόρο που καταλήγει στις πλατείες Rossio και Εμπορίου. Δημιούργημα του Μαρκησίου ντε Πομπάλ. του πρωθυπουργού που ξανάκτισε τη Λισσαβόνα μετά τον τρομερό, καταστροφικό σεισμό του 1755 (που θα' λεγες πως ζει ακόμα στην ανάμνηση των κατοίκων) με πεζοδρόμια διακοσμημένα με ψηφιδωτά, μαυρόασπρα, καλαίσθητα σχέδια. Είναι ο δρόμος που γνώρισε όλα τα σημαντικά γεγονότα της χώρας. Παρελάσεις, εξεγέρσεις, διαδηλώσεις, επαναστάσεις. Απ' εδώ ξεκίνησε το 1974 η Επανάσταση των Γαρυφάλων, η αναίμακτη επανάσταση που έθεσε τέρμα στην πενηντάχρονη δικτατορία της Πορτογαλίας.
![]() |
H πλατεία Μαρκησίου ντε Πομπάλ και η δεντρόφυτη Λεωφόρος της Ελευθερίας από το πάρκο Εδουάρδου Ζ' |
Θέλεις πολλές μέρες για να γνωρίσεις όλη τη φανερή και κρυφή γοητεία της Λισσαβόνας. Τις παλιές γειτονιές, το Μπάιρο Άλτο και την Αλφάμα. τις πλατείες, τα μουσεία, τις εκκλησιές, τα μοντέρνα δημιουργήματά της. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα Ντόκας. παλιές αποθήκες στην παραλία που έχουν γίνει ένας τόπος αναψυχής, που το βράδυ προπάντων είναι αληθινός μαγνήτης με τα μπαρ, τις καφετέριες, τα φώτα. Και δίχως άλλο θα πρέπει να επισκεφθεί κανείς το χώρο της διεθνούς έκθεσης του '98, το Expo '98. Έκλειναν τότε τα 500 χρόνια από το κατόρθωμα του Βάσκο ντα Γκάμα να φτάσει στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας (1498) κι όλο το έργο είναι αφιερωμένο στη θάλασσα και στο νερό. Απ' το τεράστιο ενυδρείο, το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και το δεύτερο στον κόσμο, φτιαγμένο να αναπαριστά τη θαλάσσια ζωή των ωκεανών, ως το εμπορικό κέντρο, ομώνυμο του τολμηρού θαλασσοπόρου, σχεδιασμένο ολόκληρο με στοιχεία θαλασσινά, όλα περιστρέφονται γύρω από το νερό.
Το νερό άλλωστε έδωσε τον πλούτο κι εξακολουθεί να δίνει την ομορφιά στην Πορτογαλία. Ο απέραντος ωκεανός τους τράβηξε να τον εξερευνήσουν, να στήσουν το αποικιακό τους κράτος σε μέρη μακρινά, να κουβαλήσουν απ' τη Βραζιλία αμέτρητους θησαυρούς, να στολίσουν τις εκκλησιές και τα παλάτια τους. Τα ποτάμια της δίνουν και σήμερα ζωή και ομορφιά. Ο Ντούρο στο Πόρτο, ο Τάγος στη Λισσαβόνα, ο Μοντέγκο στην Κοΐμπρα.
Με τόσο άπλωμα στα πέρατα του κόσμου δεν είναι παράξενο που η Πορτογαλία συγκεντρώνει στοιχεία που θυμίζουν άλλους τόπους κι άλλους λαούς, μπολιασμένα στο δικό της, τοπικό χρώμα. Το παλάτι στη Γκουελούζ, αν και πολύ φτωχότερο και κάπως παραμελημένο θα' λεγε κανείς, θυμίζει τις γαλλικές Βερσαλλίες. Οι εκκλησιές της φέρνουν στο νου τους καθεδρικούς της Ισπανίας, τα περίφημα αζουλέζος, τα χρωματιστά, κεραμικά πλακάκια που στολίζουν τοίχους, δάπεδα, εξωτερικές επιφάνειες κτηρίων σχηματίζοντας εικόνες ή απλώς διακοσμητικά, έχουν κάτι από αραβική επίδραση, τα μελαγχολικά «φάδος» ανακαλούν αφρικανικές μελωδίες, τα φαγητά της θυμίζουν Μεσόγειο, τα ιστορικά της café φέρνουν στο νου τα αντίστοιχα της Βιέννης. Κι όμως, όλα αυτά μαζί, αφομοιωμένα στο ιδιαίτερο της χρώμα, συνθέτουν τη γοητευτική μοναδικότητα της Πορτογαλίας.
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο