περιοχή: Ενγκαντίν, Γκράουμπυντεν, Ελβετία
απόσπασμα: μεταφρασμένο από το βιβλίο του Αλαίν ντε Μποττόν "Η Παρηγοριά της Φιλοσοφίας" (2001)
Ήταν – από πρακτικής όσο και πνευματικής σκοπιάς – άνθρωπος των βουνών. Έχοντας λάβει την υπηκοότητα τον Απρίλιο του 1869, ο Νίτσε μπορεί να θεωρηθεί ο διασημότερος φιλόσοφος της Ελβετίας. Ακόμη κι έτσι, κατά καιρούς υπέκυπτε σε ένα συναίσθημα με το οποίο ελάχιστοι Ελβετοί δεν είναι εξοικειωμένοι. «Νιώθω συντετριμμένος που είμαι Ελβετός!» παραπονέθηκε στη μητέρα του ένα χρόνο αφότου είχε λάβει την υπηκοότητα.απόσπασμα: μεταφρασμένο από το βιβλίο του Αλαίν ντε Μποττόν "Η Παρηγοριά της Φιλοσοφίας" (2001)
Αφού παραιτήθηκε της έδρας του στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην ηλικία των τριάντα τεσσάρων, άρχισε να περνάει τους χειμώνες του στη Μεσόγειο, κυρίως στη Γένοβα και στη Νίκαια, και τα καλοκαίρια στις Άλπεις, στο χωριουδάκι Σιλς Μαρία, 1.800 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, στην περιοχή Ενγκαντίν της νοτιοανατολικής Ελβετίας, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Σαιντ Μόριτς, όπου οι ιταλικοί άνεμοι συγκρούονται με ψυχρότερα βόρεια ρεύματα δίνοντας στον ουρανό ένα γκριζογάλανο χρώμα.
Ο Νίτσε επισκέφτηκε την Ενγκαντίν για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1879 και ερωτεύτηκε αμέσως το κλίμα και την τοπογραφία. «Πλέον αναπνέω τον καλύτερο και επιβλητικότερο αέρα της Ευρώπης», είπε στον Πάουλ Ρέε, «που η φύση του προσεγγίζει τη δική μου». Στον Πέτερ Γκαστ έγραψε «εδώ δεν είναι Ελβετία [...] αλλά κάτι αρκετά διαφορετικό, τουλάχιστον πολύ νοτιότερο – θα έπρεπε να πάω στα υψίπεδα του Μεξικού με θέα τον Ειρηνικό για να βρω κάτι παρόμοιο (για παράδειγμα στην Οαχάκα), και φυσικά η βλάστηση εκεί θα ήταν τροπική. Λοιπόν, θα προσπαθήσω να κρατήσω ολότελα δικό μου αυτό το Σιλς Μαρία». Και στον παλιό συμμαθητή του, τον Καρλ φον Γκέρσντορφ, εξήγησε «αισθάνομαι ότι εδώ και πουθενά αλλού είναι το αληθινό μου σπίτι όπου βρίσκω πρόσφορο έδαφος».
Ο Νίτσε πέρασε επτά καλοκαίρια στο Σιλς Μαρία, σε ένα νοικιασμένο δωμάτιο ενός σαλέ με θέα τα πεύκα και τα βουνά. Εκεί έγραψε ολόκληρα ή σημαντικά τμήματα των Η χαρούμενη επιστήμη, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, Πέρα από το καλό και το κακό, Γενεαλογία της ηθικής και Το λυκόφως των ειδώλων. Σηκωνόταν στις πέντε το πρωί και εργαζόταν ως το μεσημέρι, έπειτα έκανε περιπάτους στις τεράστιες κορυφές που περιέβαλλαν σαν περιδέραιο το χωριό, την Πιτς Κόρβατς, την Πιτς Λέγκρεβ, την Πιτς ντε λα Μάργκνα, ακανόνιστες και τραχιές βουνοκορφές, που έμοιαζαν λες και είχαν ξεπροβάλει πρόσφατα από τον φλοιό της γης, αποτέλεσμα φρικαλέων τεκτονικών πιέσεων. Το βράδυ, μόνος στο δωμάτιο, έτρωγε μερικές φέτες χοιρομέρι, ένα αυγό κι ένα ψωμάκι, και έπεφτε νωρίς για ύπνο. («Πώς μπορεί κάποιος να γίνει στοχαστής αν δεν περνά τουλάχιστον το ένα τρίτο της ημέρας δίχως πάθη, ανθρώπους και βιβλία;»)
Σήμερα, αναπόφευκτα, στο χωριό υπάρχει ένα μουσείο. Έναντι μερικών ελβετικών φράγκων μπορεί κάποιος να επισκεφθεί το υπνοδωμάτιο του φιλόσοφου, που, σύμφωνα με τον τουριστικό οδηγό, έχει ανακαινιστεί «ώστε να είναι όπως και στην εποχή του Νίτσε, καθ' όλα ανεπιτήδευτο». Ωστόσο, για να κατανοήσουμε τον λόγο που ο Νίτσε ένιωθε την ύπαρξη μίας τέτοιας συνάφειας ανάμεσα στη φιλοσοφία του και τα βουνά, ίσως είναι προτιμότερο να αποφύγουμε το δωμάτιο και αντ' αυτού να επισκεφτούμε ένα από τα πολλά καταστήματα αθλητικών ειδών προκειμένου να αποκτήσουμε μπότες ορειβασίας, σακίδιο, παγούρι, γάντια, πυξίδα και σκαπάνη. Μία ανάβαση στην Πιτς Κόρβατς, μερικά χιλιόμετρα απόσταση από το σπίτι του Νίτσε, θα εξηγήσει καλύτερα από οποιοδήποτε μουσείο το πνεύμα της φιλοσοφίας του, την υπεράσπιση των δυσκολιών από πλευράς του, και τους λόγους της απομάκρυνσής του από την όμοια με ελαφιού συστολή του Σοπενχάουερ.
Στους πρόποδες του βουνού βρίσκει κανείς ένα μεγάλο πάρκινγκ αυτοκινήτων, μία σειρά κάδους ανακύκλωσης, μία αποθήκη για σκουπιδιάρικα κι ένα εστιατόριο που προσφέρει λιπαρά λουκάνικα και πατάτες. Αντίθετα, η κορυφή είναι μεγαλειώδης. Η θέα περιλαμβάνει ολόκληρη την Ενγκαντίν: τις γαλαζοπράσινες λίμνες του Σεγκλ, του Σιλβαπλάνα και του Σαιντ Μόριτς, και στα νότια, κοντά στα σύνορα με την Ιταλία, τους τεράστιους παγετώνες Σέλλα και Ρόζεγκ. Υπάρχει μία εκπληκτική ηρεμία στην ατμόσφαιρα, κάνοντας κάποιον να πιστέψει ότι μπορεί να αγγίξει τον θόλο του κόσμου. Το ύψος σού κόβει την ανάσα αλλά σε αφήνει αλλόκοτα ενθουσιασμένο. Είναι δύσκολο να μην αρχίσεις να χαμογελάς, ακόμη και να γελάς, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ένα γέλιο αθώο, που πηγάζει από τον πυρήνα της ύπαρξης και εκφράζει μία αρχέγονη τέρψη επειδή είσαι ζωντανός για να δεις τέτοια ομορφιά. Όμως, αναφορικά με την ηθική της ορεσίβιας φιλοσοφίας του Νίτσε, δεν είναι εύκολο να ανέβει κανείς 3.451 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Απαιτεί τουλάχιστον πέντε ώρες, όπου πρέπει κανείς να ακολουθήσει απότομα μονοπάτια, να βρει τρόπο ώστε να παρακάμψει τις κροκάλες, να διασχίσει πυκνά δάση κωνοφόρων, να του κοπεί η ανάσα λόγω του αραιού αέρα, να φοράει πολλά ρούχα για να αντιμετωπίσει τον άνεμο και να βυθιστεί στα αιώνια χιόνια.
Ο Νίτσε προχώρησε σε άλλη μία ορεσίβια μεταφορά. Λίγα βήματα μακριά από το Σιλς Μαρία, ένα μονοπάτι οδηγεί στην κοιλάδα Φεξ, μία από τις πιο εύφορες στην περιοχή Ενγκαντίν. Οι ήπιες πλαγιές της καλλιεργούνται σε μεγάλο βαθμό. Το καλοκαίρι, αγελάδες κατά κοπάδια στέκονται σκεπτικές, μασουλώντας το σχεδόν γυαλιστερό, καταπράσινο χορτάρι, τα κουδούνια τους να χτυπάνε καθώς μετακινούνται από το ένα χωράφι στο άλλο. Ρυάκια διασχίζουν τα χωράφια, με τον ήχο τους να θυμίζει πεντακάθαρο νερό που γεμίζει ποτήρια. Δίπλα σε πολλά μικρά, περιποιημένα αγροκτήματα (που το καθένα φέρει τις σημαίες της χώρας και του καντονιού) υπάρχουν φροντισμένοι λαχανόκηποι, από το εύφορο χώμα των οποίων φυτρώνουν ολόφρεσκα κουνουπίδια, παντζάρια, καρότα και μαρούλια, προκαλώντας κάποιον να γονατίσει και να τα δαγκώσει σαν λαγός.
Αν υπάρχουν τόσο ωραία μαρούλια εδώ, οφείλεται στο ότι η κοιλάδα Φεξ είναι παγετώδης, με έδαφος χαρακτηριστικά πλούσιο σε μεταλλικά στοιχεία όποτε υποχωρεί το παγωμένο πέπλο. Πολύ πιο νότια στην κοιλάδα, κάποιες ώρες με τα πόδια μακριά από τα περιποιημένα αγροκτήματα, συναντάει κανείς τον παγετώνα, τεράστιο και τρομακτικό. Μοιάζει με τραπεζομάντιλο που χρειάζεται ένα τράβηγμα ώστε να ισιώσουν οι δίπλες, αλλά οι δίπλες αυτές έχουν μέγεθος σπιτιών και είναι φτιαγμένες από κοφτερό πάγο, και κατά καιρούς απελευθερώνουν αγωνιώδη μουγκρητά καθώς μετακινούνται κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο. Δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, ενώ στέκεται στην άκρη του αμείλικτου παγετώνα, πώς αυτός ο παγωμένος όγκος επηρεάζει την κυοφορία των λαχανικών και του άφθονου χορταριού μόλις ελάχιστα χιλιόμετρα παραπέρα στην κοιλάδα, πόσω δε μάλλον να φανταστεί ότι κάτι τόσο φαινομενικά αντίθετο σε ένα πράσινο λιβάδι όσο ένας παγετώνας ευθύνεται για τη γονιμότητα του χωραφιού.
Ο Νίτσε, που πήγαινε συχνά για περιπάτους στην κοιλάδα Φεξ παρέα με ένα μολύβι και το δερματόδετο σημειωματάριο του («μόνον οι σκέψεις που έρχονται από το περπάτημα έχουν αξία»), αντιστοίχισε το φαινόμενο με την εξάρτηση των θετικών στοιχείων της ανθρώπινης ζωής από τα αρνητικά, την επίτευξη της πληρότητας μέσα από τις δυσκολίες:
Εκείνος που βλέπει αυτά τα λεκανοπέδια διαβρωμένα από πάγους, θεωρεί μόλις και μετά βίας πιθανό ότι θα έρθει μία εποχή που, στο ίδιο μέρος, θα απλώνεται μια κοιλάδα με δάση, λιβάδια και ρυάκια. Το ίδιο γίνεται στην ιστορία της ανθρωπότητας : οι πιο σφοδρές δυνάμεις ανοίγουν τον δρόμο, αρχικά με την καταστροφή, η δράση τους όμως ήταν αναγκαία για να οικοδομηθεί αργότερα ένας πιο μετριοπαθής πολιτισμός. Αυτές οι τρομερές ενέργειες – αυτό που ονομάζουμε Κακό – είναι οι κυκλώπειοι αρχιτέκτονες και σκαπανείς της ανθρωπότητας.
— Φρίντριχ Νίτσε, "Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο", 246.
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο