απόσπασμα: μεταφρασμένο από ταξιδιωτικό άρθρο του Πωλ Μπόουλς (Φεβρουάριος 1963)
σημείωση: Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος "Τσάι στη Σαχάρα" ταξιδεύει στο ηπειρωτικό Μαρόκο σε αναζήτηση μουσικών θεμάτων προς ηχογράφηση για την Βιβλιοθήκη τού Αμερικανικού Κογκρέσου.
![]() |
πηγή |
Το Μαρακές είναι μια πόλη μεγάλων αποστάσεων, επίπεδη σαν ταψί. Όταν φυσά ο άνεμος η ροδαλή σκόνη τής πεδιάδας σηκώνεται στον ουρανό κρύβοντας τον ήλιο και ολόκληρη η πόλη, βαμμένη με την απόχρωση της ροδαλής γης πάνω στην οποία στέκεται, λάμπει κατακόκκινη στο κατακλυσμιαίο φως. Τη νύχτα, από κάποιο παράθυρο αυτοκινήτου, δε φαίνεται να διαφέρει από μια απ’ τις δικές μας Δυτικές πόλεις : φώτα δρόμων πολλών χιλιομέτρων που απλώνονται σε ευθείες γραμμές κατά μήκος τής πεδιάδας. Μόνο τη μέρα βλέπεις ότι τα περισσότερα απ΄ αυτά τα φώτα δε φωτίζουν τίποτα περισσότερο από κενές εκτάσεις με φοινικόκηπους και έρημο.
Με την πάροδο των ετών, οι παρυφές της Μεδίνα έγιναν προσβάσιμες στα αυτοκίνητα και τις άμαξες – από τις οποίες υπάρχουν ακόμα πολλές –, αλλά πρέπει κάποιος να είναι τολμηρός για να οδηγήσει το αυτοκίνητό του μέσα στο λαβύρινθο φιδωτών σοκακιών γεμάτων από αχθοφόρους, ποδήλατα, καρότσια, γαϊδούρια και πεζούς. Άλλωστε, ο μόνος τρόπος για να δει κανείς τα πάντα στη Μεδίνα είναι περπατώντας. Για να είσαι πραγματικά παρών πρέπει να έχεις τα πόδια σου στη σκόνη και να νιώσεις τη ζεστή, σκονισμένη μυρωδιά των πλίθινων τοίχων κοντά στο πρόσωπό σου.
Τη νύχτα, που φτάσαμε στο Μαρακές, πήγαμε σε ένα καφέ στην καρδιά της Μεδίνα [σημ.: στα αραβικά η λέξη σημαίνει απλά "πόλη" και συνήθως αναφέρεται στην παλιά, αραβική συνοικία μιας βοριοαφρικάνικης πόλης]. Στην ταράτσα, κάτω από τα αστέρια, μάς άπλωσαν χαλιά, κουβέρτες και μαξιλάρια και καθίσαμε εκεί πίνοντας τσάι με δυόσμο, απολαμβάνοντας τον δροσερό αέρα, που αρχίζει να σαλεύει πάνω από την πόλη μετά τα μεσάνυχτα, όταν η μαζεμένη από τον ήλιο ζέστη τελικά διαλύεται.
Ξάφνου, μέσα απ΄ την ησυχία του δρόμου από κάτω, έφτασε μια ακολουθία από παράξενες, εκκωφαντικές κραυγές. Έσκυψα στην άκρη και εξέτασα το σκοτεινό δρομάκι τρία πατώματα χαμηλότερα. Ανάμεσα στους λίγους, τελευταίους περαστικούς μια εξωπραγματική, άυλη φιγούρα χοροπηδούσε. Κάλπαζε, σταματούσε, έκανε στον αέρα μεγάλα, ανάλαφρα άλματα, σαν η γη κάτω από τα πόδια της να βοηθούσε. Σε κάθε άλμα φώναζε. Κανένας δεν έδινε σημασία. Όταν η φιγούρα έφτασε κάτω από το καφέ μπόρεσα να διακρίνω έναν γεροδεμένο νεαρό άντρα · ήταν σχεδόν γυμνός. Τον παρακολούθησα να χάνεται μέσα στο σκοτάδι. Σχεδόν αμέσως επέστρεψε, εκτελώντας το ίδιο εμπνευσμένο χορευτικό, ενίοτε ορμώντας άκομψα προς άλλους διαβάτες, αλλά πάντα σταματώντας έγκαιρα για να αποφύγει να τους ακουμπήσει.
Πέρασε μπρος-πίσω στο σοκάκι κατ΄ αυτόν τον τρόπο για κάνα τέταρτο, πριν το γκαρσόνι, έχοντας ετοιμάσει το τσάι, ξανανέβει τη σκάλα για την ταράτσα όπου καθόμασταν. Όταν πλησίασε είπα αδιάφορα : «Τι συμβαίνει εκεί κάτω ;». Αν και στα περισσότερα μέρη θα ήταν αρκετά σαφές ότι ένας τρελός κυκλοφορεί ελεύθερος στους δρόμους, στο Μαρόκο υπάρχουν λεπτοί διαχωρισμοί να γίνουν. Μερικές φορές το άτομο αποδεικνύεται πως είναι απλά άγιο ή αδιάθετο.
—Α, ο κακομοίρης, είπε το γκαρσόνι. Είναι φίλος μου. Πηγαίναμε σχολείο μαζί. Έπαιρνε καλούς βαθμούς και έπαιζε καλή μπάλα.
—Τι συνέβη ;
—Τι νομίζεις ; Μια γυναίκα, βέβαια.
Αυτό δεν το είχα σκεφτεί.
—Εννοείς ότι του έκανε μάγια ;
—Τι άλλο ; Αρχικά ήταν έτσι – άφησε το σαγόνι του να πέσει και το στόμα του έχασκε, το βλέμμα του έγινε απλανές και άδειο. Μετά από μερικές βδομάδες έσκισε τα ρούχα του και άρχισε να τρέχει. Και από τότε τρέχει έτσι. Η γυναίκα ήταν πλούσια, ο σύζυγός της είχε πεθάνει και αυτή ήθελε τον Αλάλ. Όμως αυτός ήταν από καλή οικογένεια και δεν την ήθελαν. Έτσι είπε μέσα της : «Ούτε καμιά άλλη γυναίκα θα τον έχει». Και του έκανε ό,τι του έκανε.
—Και η οικογένειά του ;
—Δεν αναγνωρίζει την οικογένειά του. Ζει στο δρόμο.
—Και η γυναίκα ; Τι απέγινε αυτή ;
Ανασήκωσε τους ώμους.
—Δεν είναι πια εδώ. Πήγε κάπου αλλού.
Τη στιγμή εκείνη οι κραυγές ξανακούστηκαν.
—Μα γιατί τον αφήνουν να τρέχει στο δρόμο ; Δεν μπορούν να κάνουν κάτι γι΄ αυτόν ;
—A, δεν πειράζει ποτέ κανέναν. Απλά κάνει πλάκα. Του αρέσει να τρομάζει τον κόσμο, αυτό είν’ όλο.
Αποφάσισα να θέσω το ερώτημά μου.
—Είναι τρελός ;
—Όχι, απλά παιχνιδιάρης.
—Α, έτσι. Κατάλαβα.
Μια μέρα, το δειλινό, ήμασταν καλεσμένοι τού Μουλάι Μπραχίμ, ενός από τους Μαροκινούς που με είχαν βοηθήσει νωρίτερα να έρθω σε επαφή με ντόπιους μουσικούς. Έμενε σε μια πανσιόν κοντά στα βαφεία υφασμάτων. Η επιχείρηση, στο δεύτερο όροφο, αποτελούνταν από καμιά ντουζίνα και πάνω δωματιάκια, τοποθετημένα γύρω από μια κεντρική αυλή με ένα ανενεργό σιντριβάνι στη μέση. Γυναίκες δεν επιτρέπονταν να μπουν στο κτήριο · ήταν ένα μέρος για άντρες, που έχουν αφήσει πίσω σπίτι και οικογένεια. Δεν έβλεπε κάποιος ούτε ένα αντικείμενο, που θα μπορούσε να του θυμίσει την ύπαρξη της παραδοσιακής μαροκινής ζωής.
Ο Μουλάι Μπραχίμ είναι πολέμιος τής εποχής του · η ζωή του είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αφηρημένη. Περνά τις ώρες του σε κατάσταση παραίτησης πάνω στο στρώμα του, με το κεφάλι του κολλημένο σε ένα μεγάλο ράδιο βραχέων. Ξέρει τι ώρα είναι στη Τζακάρτα, ακριβώς πού βρίσκεται τώρα ο Νιγηριανός αντιπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών και τι είπε ο Σέκου Τουρέ της Γουινέας στον Νκρούμαχ της Γκάνα για τον Νάσερ της Αιγύπτου. Το ραδιόφωνο δεν κλείνει ποτέ, εκτός από τα χαμένα πεντάλεπτα κάθε τόσο, όταν περιμένει ανυπόμονα να αρχίσει ένα πρόγραμμα του Καΐρου ή της Δαμασκού ή της Βαγδάτης. Παρακολουθεί τις κινήσεις τού Ψυχρού Πολέμου σαν ένας θεατής σκακιστικού αγώνα, κάνοντας καυτά σχόλια για αυτά που θεωρεί αστοχίες και των δυο πλευρών. Μόνο οι ουδέτερες δυνάμεις τού είναι συμπαθείς.
Το σούρουπο καθίσαμε γύρω από το αμυδρά φωτισμένο ράδιο και το ακούσαμε να κάνει συριγμούς και κροταλίσματα. Ο Μουλάι Μπραχίμ περνούσε σιωπηλά πίπες με κιφ [σημ.: μαροκινό χασίς], αφοσιωμένος στο καντράν τής συσκευής, αξιολογώντας την κάθε συχνότητα θορύβου με την έκφραση ενός ειδήμονα σίγουρου για αυτό που κάνει. Δεκαπέντε λεπτά μπορούσαν να περάσουν χωρίς να ακούγεται ίχνος κανενός είδους προγράμματος – μόνο ο μονότονος ήχος των παράσιτων. Το πρόσωπό του δεν άλλαζε · ξέρει να περιμένει. Σε ανύποπτο χρόνο μπορεί να ακούσει κάτι αναγνωρίσιμο. Μετά μπορεί να χαλαρώσει για λίγο, ενώ ο υπάλληλος για το τσάι φέρνει το μεγάλο δίσκο από την αυλή, τοποθετεί τα ποτήρια και τρίβει το δυόσμο στα χέρια του πριν τον σπρώξει στην τσαγιέρα.
Όμως, σύντομα, για τον Μουλάι Μπραχίμ δεν αρκεί να ξέρει ότι συνδέεται με την υπηρεσία τού BBC στην Μέση Ανατολή και αρχίζει πάλι την επώδυνη αναζήτηση για το άπιαστο. Ένοικοι από τα άλλα δωμάτια μπήκαν και κάθισαν οκλαδόν, αλλά ήταν δύσκολο να τους εμπλέξω σε κάτι περισσότερο από σκόρπια κουβεντούλα. Είχαν μάθει από εμπειρία ότι στο δωμάτιο του Μουλάι Μπραχίμ ήταν καλύτερο να σωπαίνεις. Κάποια στιγμή, όταν ένας ιδιαίτερα μπερδεμένος θόρυβος έβγαινε για κάμποση ώρα από το ηχείο, επιπόλαια πρότεινα να ρυθμίσουν το καντράν. «Όχι, όχι,» φώναξε. «Αυτό είναι που θέλω. Έχω πέντε σταθμούς εδώ πέρα τώρα. Μερικές φορές μπαίνουν κι άλλοι. Είναι ένα σημείο που σε όλους αρέσει να συναντιόνται και να μιλούν ταυτόχρονα. Όπως σε ένα καφέ.» Για έναν ξεριζωμένο Μαροκινό σαν τον Μουλάι Μπραχίμ το ράδιο δεν είναι, βασικά, ούτε μια μορφή διασκέδασης ούτε ένα μέσο πληροφόρησης. Είναι ένα είδος μεταφυσικού ομφάλιου λώρου, ένας ολόκληρος τρόπος ύπαρξης, ένα αναγκαίο συμπλήρωμα στην αίσθηση ότι είναι σε επαφή με τη ζωή.
Όταν τον είχαμε επιτέλους πείσει πως εμείς έπρεπε να φύγουμε, σηκώθηκε απρόθυμα από το ράδιο και μας έβγαλε έξω στους δρόμους τής αγοράς με τα ματζούνια, που είχα πει πως ήθελα να πάω. Είναι το μέρος που επισκέπτεσαι εάν θέλεις τα υλικά για να κάνεις μαύρη μαγεία. Υπήρχαν έξι πάγκοι στη σειρά, όλοι φισκαρισμένοι από αποξηραμένα μέλη πτηνών, ερπετών και θηλαστικών. Περιπλανηθήκαμε αργά εξετάζοντας κέρατα, βράγχια, τρίχες, αυγά, οστά, φτερά, πόδια και τιμοκαταλόγους στερεωμένους με σύρμα στις εισόδους.
Μού΄ ρθε στο μυαλό ο άτυχος Αλάλ και η πλούσια χήρα, και περιέγραψα τον Αλάλ στον Μουλάι Μπραχίμ. Τον ήξερε · όλοι στο Μαρακές τον ήξεραν, δήλωσε, προσθέτοντας καθώς έδειχνε τις σειρές από γυάλινα δοχεία μπροστά μας : «Μπορείς να βρεις τα πάντα γι΄ αυτή τη δουλειά εδώ. Όμως πρέπει να ξέρεις πως να τα ανακατέψεις. Αυτό απαιτεί να είσαι εξπέρ.» Ανασήκωσε πολύ τα φρύδια του και πήγε προς τον πλησιέστερο έμπορο για να του ψελλίσει δυο λόγια. Φέρανε ένα δέμα, που περιείχε μικροσκοπικούς σπόρους. Ο Μουλάι Μπραχίμ τούς εξέτασε κάμποση ώρα και αγόρασε 50 γραμμάρια. «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα. Όμως απολάμβανε τον σύντομο ρόλο του σαν μυστηριώδης τύπος και ανακίνησε μόνο τους σπόρους στο περιτύλιγμά τους, λέγοντας «Κάτι πολύ ιδιαίτερο, πολύ ιδιαίτερο.»
[...]
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο