30/07/2015

Όταν Σκοτώνουν τις Προκαταλήψεις

περιοχή: Μονρόεβιλ, Κομητεία Μονρόε, Αλαμπάμα, Η.Π.Α.
απόσπασμα: μεταφρασμένο από ταξιδιωτικό ρεπορτάζ του BBC (Ιούλιος 2015)


πηγή

Η Νέλλη Χάρπερ Λη (Nelle Harper Lee) γεννήθηκε, μεγάλωσε και μάλλον θα πεθάνει στο μικρό Μονρόεβιλ της Αλαμπάμα. Παρά τη δόξα και τον παγκόσμιο θαυμασμό που ακολούθησε τη δημοσίευση του πρώτου της μυθιστορήματος – με πωλήσεις πάνω από 30 εκατομμύρια αντίτυπα, ένα βραβείο Πούλιτζερ, μια κινηματογραφική μεταφορά που σάρωσε τα Όσκαρ – η κυρία Λη, που χώρισε τη ζωή της κατοικώντας στην πόλη της Νέας Υόρκης, έχει επιστρέψει να ζήσει μόνιμα σε μια κωμόπολη με 7.000 κατοίκους, πάνω από δυο ντουζίνες εκκλησίες και ένα και μοναδικό, φημισμένο δικαστήριο. Από μόνη της φέρνει περίπου 30.000 επισκέπτες απ΄ όλο τον κόσμο στο Μονρόεβιλ ετησίως. Ο αριθμός είναι μεγαλύτερος από τους μόνιμους κάτοικους ολόκληρης της κομητείας. Και με τη συνέχεια του βιβλίου [σημ.: ο τίτλος του είναι "Go Set A Watchman", φράση από την Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας, 21,6)] – πιθανώς το εκδοτικό γεγονός του 2015 – ο αριθμός αυτός σίγουρα θα αυξηθεί.
   Όπως όλα τα προσκυνήματα, η Αλαμπάμα τής Χάρπερ Λη είναι ένα απ΄ τα πιο απαιτητικά. Προϋποθέτει να έρθεις σε επαφή με λίγη επαρχιώτικη ένδεια μακριά απ’ οποιονδήποτε άλλο δημοφιλή προορισμό του αμερικάνικου Νότου. Όμως η εκδρομή σε μεταφέρει σε μια ζωντανή αναπαράσταση ενός σπουδαίου μυθιστορήματος. Σπάνια μια φιλολογική εξερεύνηση δίνει τέτοια ικανοποίηση όσο στ’ αχνάρια του "Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια".

Το περπάτημα στους δρόμους του μικροσκοπικού Μονρόεβιλ, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στις πόλεις Μοντγκόμερι και Μομπίλ, αποκαλύπτει σε πια κατηγορία πραγματικά εμπίπτει το βιβλίο : είναι ένα "μυθιστορηματικό χρονικό" [σημ.: ο όρος 'roman à clef' κατά λέξη σημαίνει "μυθιστόρημα με κλειδί"]. To λογοτεχνικό μέσο, στο οποίο η πραγματικότητα καλύπτεται με λούστρο μυθοπλασίας για να αποφευχθούν οι διενέξεις και ο λίβελος, είναι προφανές με μια επίσκεψη πάνω από 50 χρόνια μετά τη δημοσίευση του μυθιστορήματος. Η πόλη και οι χαρακτήρες του βιβλίου – αν όχι η πλοκή – ομοιάζουν με τα αντίστοιχά τους στην πραγματική ζωή με τόσους πολλούς τρόπους, ώστε η ανακάλυψή τους να γίνεται κάτι σαν κυνήγι πασχαλινών αυγών : μερικά βρίσκονται σε κοινή θέα, ενώ άλλα απαιτούν ερευνητική δουλειά. Το μυθιστόρημα ήταν πιστή μεταφορά της πραγματικότητας και η ταινία ήταν πιστή μεταφορά του βιβλίου, και με τα δυο τους να προσδίδουν στα ανθρώπινα μέτρα τού πρωταρχικού υλικού μυθικές διαστάσεις.

Η κωμόπόλη
«Το Μέικομπ ήταν μια παλιά, αλλά μια κουρασμένη παλιά πόλη όταν το πρωτογνώρισα,» γράφει η Λη νωρίς στο μυθιστόρημα. «Ο κόσμος κινούνταν αργά τότε. Σουλάτσαραν στην πλατεία, μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά τριγύρω, έκαναν τα πάντα με το πάσο τους.»
   Ο ρυθμός είναι ακόμη συγκρατημένος στο Μονρόεβιλ και η κίνηση των πεζών προς τις βιτρίνες της Πλατείας Δικαστηρίου, κάποιες απ΄ τις οποίες είναι άδειες, γίνεται με το σταγονόμετρο. Τα περισσότερα κτήρια της δεκαετίας του ’30 – ο χρόνος που τοποθετείται το μυθιστόρημα – δεν υπάρχουν, όμως κανένας δεν θα χαρακτήριζε το μέρος ως μοντέρνο. Δυστυχώς, το σημερινό Μονρόεβιλ μαζί με το Μέικομπ τού μυθιστορήματος διακρίνονται και για κάτι άλλο : και τα δυο επλήγησαν σοβαρά από τη βαθύτερη ύφεση της αμερικάνικης ιστορίας.
   «Δεν υπήρχε βιάση, γιατί δεν είχες πουθενά να πας,» ήταν ο τρόπος που η Λη περιέγραψε την οικονομική απομόνωση του Μέικομπ. «Τίποτα ν’ αγοράσεις και ούτε και χρήματα για να τ΄ αγοράσεις, τίποτα να δεις πέρα από τα σύνορα της Κομητείας Μέικομπ.»
   Όταν έκλεισα το δωμάτιό μου στο μικρό, ταλαιπωρημένο πανδοχείο Μπάτζετ Ιν (Budget Inn, 484 Alabama Avenue), όπου η Λη και ο ηθοποιός Γκρέγκορι Πεκ συναντήθηκαν (στο διπλανό δωμάτιο απ΄ το δικό μου, όπως περήφανα επισήμανε ο ιδιοκτήτης), η γυναίκα που μου έκανε την κράτηση ρώτησε εάν είχα ξαναβρεθεί στο Μονρόεβιλ.
—Όχι, γιατί; ρώτησα.
—Δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις εδώ, είπε.

Το μυθιστόρημα
Το αριστούργημα της Λη ξεγελά με την απλότητά του. Ένας απρόθυμα γενναίος δικηγόρος τής περιφέρειας, ο Άττικους Φιντς (Atticus Finch), μάχεται τον βαθιά ριζωμένο ρατσισμό τής Αλαμπάμα όταν υπερασπίζεται έναν αθώο μαύρο εναντίων κατηγοριών για το βιασμό μιας λευκής γυναίκας το 1935. Η αφηγήτρια, η Σκάουτ (Scout), η γεμάτη περιέργεια, ατίθαση 9χρονη κόρη τού δικηγόρου, είναι στα χρόνια όσο ήταν η Λη τον καιρό που εξελίσσεται το μυθιστόρημα.
   Η δικαστική υπόθεση, ένα «σύνθεμα» όπως την αποκαλεί η Λη, δεν έγινε πλήρως αποδεκτή από τους ντόπιους τού Μονρόεβιλ όταν βγήκε το βιβλίο το 1960. Ήταν σκληρή εποχή για τη δημοσίευσή του –  στην πρώτη γραμμή μιας πυρακτωμένης, τρομακτικής Κίνησης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αμερική. «Αυτό το βιβλίο θεωρούσε ότι οι μαύροι αξίζουν όσο και οι λευκοί,» είπε ο αιδεσιμότατος Δρ. Τόμας Λέιν Μπάτς, ο νεότερος (Thomas Lane Butts Jr), επίτιμος πάστορας της Πρώτης Ενωμένης Εκκλησίας των Μεθοδιστών (First United Methodist Church) του Μονρόεβιλ.
   Σήμερα η πόλη συνεχίζει να ισορροπεί ανάμεσα στην περηφάνια για το διάσημο, γνήσιο τέκνο της και το βάρος τής εφαρμογής των δύσκολων διδαγμάτων τού έργου της. Στο γρασίδι τού ιστορικού Δικαστηρίου τής κωμόπολης βρίσκεται μια καλογραμμένη πλάκα προς τιμήν τού Άττικους με μια επιγραφή που, ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει : «Η νομική κοινότητα απέκτησε με τον Άττικους Φιντς έναν δικηγόρο-ήρωα που κατέχει τη γνώση και την εμπειρία ενός άντρα, ενδυναμωμένου από το αδάμαστο πνεύμα ενός παιδιού.»
[...]


Ο Χάρτης της Περιοχής

Το Άρθρο

σημειώσεις :
– Το παλιό Δικαστικό Μέγαρο του Μονρόεβιλ σήμερα στεγάζει το Ιστορικό Μουσείο της Κομητείας Μονρόε, που είναι αφιερωμένο στο βιβλίο της Λη. H δικαστική αίθουσά του έχει αναπαλαιωθεί στη μορφή που είχε το ’30.

Το κτήριο όπου είχε το δικηγορικό του γραφείο ο πραγματικός Άττικους, ο Αμάσα Κόουλμαν Λη (Amasa Coleman Lee), πατέρας τής συγγραφέα, βρίσκεται στην πρώτη γωνία δυτικά τού Δικαστικού Μεγάρου. Οι παλιές φυλακές ήταν λίγο πιο πάνω στον ίδιο δρόμο. Νοτιότερα υπάρχει τοιχογραφία με τη σκηνή τής συγκέντρωσης των ντόπιων έξω από τις φυλακές το βράδυ πριν τη δίκη. Παρακάτω, στην ίδια πλευρά τού δρόμου, βρίσκεται σήμερα, όπως και παλαιότερα, το σχολείο.

– Στην επόμενη παράλληλο προς τα ανατολικά, μια πινακίδα έχει στηθεί μπροστά στο σπίτι των συγγενών τού Ντιλ – το πραγματικό πρόσωπο ήταν ο Τρούμαν Καπότε. Στο διπλανό οικόπεδο, εκεί που βρίσκεται το μικρό ταχυφαγείο, κατοικούσαν οι Φιντς. Στην αμέσως επόμενη γωνία, εκεί που είναι το βενζινάδικο, ήταν το σπίτι των Ράντλεϊ. Σε μια τοιχογραφία στο σημείο όπου ο δρόμος αυτός βγαίνει στην Πλατεία Δικαστηρίου βοριότερα, φαίνεται η παρέα των τριών παιδιών, Σκάουτ, Τζεμ και Ντιλ, στη γειτονιά τους.

– Οδηγός Γεωτουρισμού του National Geographic δίνει την ακριβή τοποθεσία τού Φιντς Λάντινγκ (Finch’s Landing). Η περιοχή ονομάζεται Φίντσμπεργκ (Finchburg) και η έπαυλη άνηκε ανέκαθεν στους Γουίλιαμς (Williams), παλιά οικογένεια γαιοκτημόνων με φυτείες βαμβακιού που έφταναν μέχρι το ποτάμι. Η γιαγιά τής Λη από την μητέρα της ήταν Γουίλιαμς πριν παντρευτεί τον παππού τής Λη, ο οποίος λεγόταν Φιντς. Το επώνυμο Φιντς στο βιβλίο είναι, λοιπόν, πραγματικό αλλά προέρχεται από την οικογένεια της μητέρας τής συγγραφέα.