απόσπασμα: μεταφρασμένο από την έκδοση στα αγγλικά τού βιβλίου "Ημερολόγια Μοτοσικλέτας" του Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα (Απρίλιος 1952)
σημείωση: Ο νεαρός Τσε, μαζί με το φίλο του, Αλμπέρτο Γρανάδο, ανακαλύπτει την Νότια Αμερική σε ένα ταξίδι καθοριστικό για την μετέπειτα πορεία του.
![]() |
| πηγή |
Η λέξη που περιγράφει τελειότερα την πόλη του Κούσκο είναι «υποβλητικό». Αιθέρια σκόνη, μιας άλλης εποχής, κατακάθεται στους δρόμους της και σηκώνεται σαν το αναταραγμένο κατακάθι μιας λασπώδους λίμνης όταν αγγίξεις τον πυθμένα της. Όμως υπάρχουν δύο ή τρία Κούσκο, ή καλύτερα, δύο ή τρεις
τρόποι να ανακαλέσεις την πόλη. Όταν η Μάμα Όκλιο [σημ. σύμφωνα με τη μυθολογία των Ίνκας, μαζί με τον Μάνκο Κάπακ, ίδρυσαν την αυτοκρατορία] έριξε τη χρυσή της σφήνα στο χώμα και αυτή βυθίστηκε αβίαστα, οι πρώτοι Ίνκας ήξεραν ότι αυτό ήταν το μέρος που διάλεξε ο Βιρακότσα [σημ. ο Δημιουργός για τους Ίνκας] να γίνει η μόνιμη κατοικία των εκλεκτών του, οι οποίοι είχαν αφήσει πίσω τη νομαδική τους ζωή για να έρθουν σαν κατακτητές στην Γη της Επαγγελίας τους. Με τα ρουθούνια να σκάνε από ζέση για νέους ορίζοντες, παρακολουθούσαν την τρομερή τους αυτοκρατορία να αναπτύσσεται, πάντα κοιτώντας πέρα από το αμυδρό προπέτασμα των γύρω βουνών. Οι μεταμορφωμένοι νομάδες βάλθηκαν να επεκτείνουν το Ταγουαντινσούγιου [σημ. το όνομα σημαίνει "Τέσσερα Βασίλεια", που αποτελούσαν την επικράτεια των Ίνκας], οχυρώνοντας παράλληλα το κέντρο τής κατακτημένης τους περιοχής – τον ομφαλό του Κόσμου – το Κούσκο. Και εδώ αναπτύχθηκε, ως μια απαραίτητη άμυνα για την αυτοκρατορία, το επιβλητικό Σακσαγιουαμάν, που κυριαρχεί από ψηλά στην πόλη και προστατεύει τα ανάκτορα και τους ναούς από το μένος των εχθρών της αυτοκρατορίας. Το όραμα του Κούσκο αυτού αναδύεται με θρήνο από το φρούριο που καταστράφηκε από την ηλιθιότητα των αγράμματων Ισπανών κατακτητών, από τα βεβηλωμένα ερείπια των ναών, από τα λεηλατημένα παλάτια, από τα πρόσωπα μιας κακοποιημένης φυλής. Αυτό είναι το Κούσκο που σε καλεί να γίνεις ένας πολεμιστής και να υπερασπιστείς, με το ρόπαλο στο χέρι, την ελευθερία και τη ζωή των Ίνκας.
Ψηλά πάνω από την πόλη, μπορεί κάποιος να δει ένα άλλο Κούσκο, παραμερίζοντας το κατεστραμμένο φρούριο · ένα Κούσκο με στέγες από χρωματιστά κεραμίδια, την απαλή του ομοιομορφία να διακόπτεται από τον τρούλο μιας μπαρόκ εκκλησίας · και καθώς η πόλη χάνεται στην απόσταση μάς φανερώνει μόνο τους στενούς της δρόμους και τους ντόπιους κατοίκους της ντυμένους με χαρακτηριστικές φορεσιές – όλα τα τοπικά χρώματα. Αυτό το Κούσκο σε προσκαλεί να γίνεις ένας διστακτικός τουρίστας, να περνάς τα πράγματα επιφανειακά και να χαλαρώνεις μέσα στην ομορφιά κάτω από τον βαρύ χειμωνιάτικο ουρανό.
Και υπάρχει κι ένα ακόμα Κούσκο, μια παλλόμενη πόλη, της οποίας τα μνημεία μαρτυρούν το τρομερό σθένος των πολεμιστών, που κατέκτησαν την περιοχή στο όνομα της Ισπανίας · το Κούσκο που βρίσκεται στα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, στις προσόψεις των εκκλησιών και στα καθαρά, κοφτά χαρακτηριστικά των λευκών αρχόντων, οι οποίοι σήμερα νιώθουν περηφάνια για την κατάκτηση. Αυτό το Κούσκο σού ζητά να βάλεις την πανοπλία και, ανεβασμένος στην πλατιά ράχη ενός δυνατού αλόγου, να κάνεις μια χαρακιά στην ανυπεράσπιστη σάρκα κάποιου γυμνού ινδιάνικου πλήθους, του οποίου το ανθρώπινο τείχος καταρρέει και εξαφανίζεται κάτω από τις οπλές του καλπάζοντος κτήνους.
Καθένα απ’ αυτά τα Κούσκο μπορεί κανείς να θαυμάσει ξεχωριστά, και στο καθένα αφιερώσαμε ένα μέρος της διαμονής μας.

