απόσπασμα: μεταφρασμένο από την αγγλική έκδοση του βιβλίου "Επτά Χρόνια Στο Θιβέτ" του Χάινριχ Χάρρερ (Ιανουάριος 1946)
σημείωση: Το 1939 ο Αυστριακός πρωταθλητής και ορειβάτης Χάινριχ Χάρρερ βρισκόταν στο Κασμίρ ως μέλος ορειβατικής αποστολής με επικεφαλής τον Πέτερ Αουφσνάιντερ. Όταν ξέσπασε ο Β′ Παγκόσμιος Πόλεμος συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε βρετανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στη βόρεια Ινδία. Κατάφεραν να αποδράσουν την άνοιξη του ’44 και, μετά από περιπέτειες ετών στο Νεπάλ και το Θιβέτ, να φτάσουν στη Λάσα.
Ήταν 15 Ιανουαρίου του 1946 όταν ξεκινήσαμε την τελευταία μας πορεία. Από το Τόλουνγκ [σημ.: δήμος που φτάνει μέχρι τα δυτικά προάστια της Λάσα] μπήκαμε στην πλατιά κοιλάδα του Κυιτσού [σημ.: ποταμός Κυι, ή αλλιώς ποταμός Λάσα]. Πήραμε μια στροφή και αντικρίσαμε να αστράφτουν στο βάθος οι χρυσές σκεπές τής Ποτάλα, της χειμερινής κατοικίας του Δαλάι Λάμα και το πιο φημισμένο έμβλημα της Λάσα. Αυτή η στιγμή μάς αποζημίωσε για πολλά. Αισθανθήκαμε την ανάγκη να πέσουμε στα γόνατα σαν προσκυνητές και να αγγίξουμε το έδαφος με το μέτωπό μας. Από τότε που αφήσαμε το Κυιρόνγκ [σημ.: βρίσκεται στο νομό Σιγκατσέ κοντά στα σύνορα με το Νεπάλ], είχαμε καλύψει πάνω από εξακόσια μίλια με το όραμα αυτής της θρυλικής πόλης πάντα στη φαντασία μας. Είχαμε περπατήσει για εβδομήντα μέρες και ξεκουραστεί για μόλις πέντε. Αυτό σήμαινε έναν ημερήσιο μέσο όρο περίπου δέκα μιλίων. Σαράντα πέντε μέρες από το ταξίδι μας δαπανήθηκαν στο πέρασμα του Τσανγκθάνγκ [σημ.: υψίπεδο με κλίμα σχεδόν αρκτικό λόγω μεγάλου υψόμετρου] – μέρες γεμάτες κακουχίες και ασταμάτητο αγώνα με το κρύο, την πείνα και τον κίνδυνο. Τώρα όλα αυτά είχαν ξεχαστεί, καθώς ατενίζαμε τα χρυσαφένια ακρωτήρια – έξι ακόμα μίλια και φτάναμε στον στόχο μας.
Καθίσαμε κοντά στους σωρούς από πέτρες που φτιάχνουν οι προσκυνητές για να σημαδέψουν το σημείο που πρωτοαντικρίζουν την Ιερή Πόλη. Ο οδηγός μας, εντωμεταξύ, έκανε τις προσευχές του. Προχωρώντας δεν αργήσαμε να φτάσουμε στο Σινγκντόνκα, το τελευταίο χωριό πριν τη Λάσα [σημ.: λίγα χιλιόμετρα δυτικά της πόλης, που τότε ήταν φυσικά πιο περιορισμένη]. Ο γελαδάρης αρνήθηκε να ακολουθήσει παρακάτω, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να μας πτοήσει τώρα. Πήγαμε να βρούμε τον τοπικό αξιωματούχο, και ήρεμα τον πληροφορήσαμε ότι είμαστε η προπομπή ενός ισχυρού προσώπου από το εξωτερικό, που έρχεται στη Λάσα, και ότι έπρεπε να φτάσουμε στην πόλη το δυνατόν γρηγορότερο για να βρούμε κατάλυμα για τον αφέντη μας. Ο αξιωματούχος μάσησε το παραμύθι μας και μας έδωσε ένα γαϊδούρι και έναν οδηγό. Χρόνια αργότερα, η ιστορία αυτή έκανε ακόμα τους ανθρώπους να γελάνε στα πάρτι τής Λάσα, ακόμα και σε σπίτια υπουργών. Το θέμα είναι ότι οι Θιβετιανοί είναι πολύ περήφανοι για την οργάνωσή τους στο να κρατάνε τους ξένους έξω από τη χώρα, και ο τρόπος, που βρήκαμε για να υπερβούμε τα εμπόδια, τους φάνηκε, όχι μόνο άξιος προσοχής, αλλά και εξαιρετικά αστείος. Όλα αυτά ήταν προς όφελός μας, μιας και οι Θιβετιανοί είναι λάτρεις τού γέλιου.
Για τα έξι τελευταία μίλια της διαδρομής αναμιχθήκαμε με ένα ρεύμα προσκυνητών και καραβανιών. Ανά διαστήματα περνούσαμε παραπήγματα με εκτιθέμενες λιχουδιές όλων των ειδών – γλυκά, λευκό ψωμί και άλλα –, που σχεδόν μας έφεραν δάκρυα στα μάτια. Δεν είχαμε χρήματα όμως. Οι τελευταίες μας ρουπίες άνηκαν στον οδηγό μας.
Γρήγορα αρχίσαμε να αναγνωρίζουμε τα ορόσημα της πόλης, για τα οποία είχαμε διαβάσει τόσα πολλά. Εκεί πέρα πρέπει να είναι το Τσαγκπόρι, ο λόφος όπου στέκεται μία από τις δύο φημισμένες σχολές Ιατρικής. Και εδώ μπροστά μας ήταν το Ντρεπούνγκ, το μεγαλύτερο μοναστήρι στον κόσμο, που στεγάζει δέκα χιλιάδες μοναχούς και είναι μια πόλη από μόνο του, με την πληθώρα πέτρινων σπιτιών και τα εκατοντάδες επιχρυσωμένα ακρωτήρια να δείχνουν ψηλότερα πάνω από τα ιερά. Κάπως χαμηλότερα απλώνονται τα πλατώματα του Νετσούνγκ, ενός άλλου μοναστηριού, που για αιώνες υπήρξε η έδρα τού μεγαλύτερου μυστηρίου τού Θιβέτ. Εδώ παίρνει σάρκα και οστά η παρουσία μιας προστατευτικής θεότητας, της οποίας το απόκρυφο μαντείο καθοδηγεί τη μοίρα τού Θιβέτ και που το συμβουλεύεται η κυβέρνηση πριν να παρθεί κάθε σημαντική απόφαση. Μας έμεναν ακόμα πέντε μίλια να καλύψουμε και, ανά λίγα βήματα, υπήρχε και κάτι καινούργιο να δούμε. Περάσαμε μέσα από πλατιά, περιποιημένα βοσκοτόπια σκεπασμένα από ιτιές, όπου ο Δαλάι Λάμα βόσκει τα άλογά του.
Για καμιά ώρα ένας μακρύς πέτρινος τοίχος συνόρευε με το δρόμο μας και μας είπαν πως πίσω του απλώνεται το θερινό ανάκτορο του Θεού-Βασιλέα [σημ.: το Νορμπουλίνγκα]. Στη συνέχεια περάσαμε την Βρετανική Πρεσβεία, τοποθετημένη λίγο έξω από την πόλη, μισοκρυμμένη από ιτιές. Ο οδηγός μας έστριψε για να κατευθυνθεί προς τα εκεί, νομίζοντας ότι ήταν ο προορισμός μας, και είχαμε κάποια δυσκολία να τον πείσουμε να συνεχίσει ευθεία. Στην πραγματικότητα, στιγμιαία κοντοσταθήκαμε και εμείς για να πάμε εκεί, αλλά η ανάμνηση του στρατόπεδου συγκέντρωσης ήταν ακόμα στο μυαλό μας και σκεφτήκαμε ότι ήμασταν, άλλωστε, στο Θιβέτ και τη φιλοξενία των Θιβετιανών έπρεπε να ζητήσουμε.
Κανείς δεν μας σταμάτησε και δεν ασχολήθηκε μαζί μας. Δεν μπορούσαμε να το κατανοήσουμε, όμως τελικά συνειδητοποιήσαμε ότι κανένας – ούτε καν ένας Ευρωπαίος – δεν ήταν ύποπτος, γιατί κανείς ποτέ δεν είχε έρθει στη Λάσα χωρίς άδεια εισόδου.
![]() |
| πηγή |
Καθώς πλησιάζαμε, η Ποτάλα υψώθηκε ακόμα ψηλότερα μπρος μας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα από την ίδια την πόλη, η οποία απλωνόταν πίσω από τους λόφους, εκεί που στεκόντουσαν το παλάτι και η ιατρική σχολή [σημ.: οι λόφοι τής Ποτάλα και του Τσαγκπόρι]. Έπειτα είδαμε, στεφανωμένη από τρία τσορτέν [σημ.: θιβετανικές στούπες], μια μεγάλη πύλη, που καλύπτει το χώρο μεταξύ των δύο λόφων και σχηματίζει την είσοδο της πόλης. Ο ενθουσιασμός μας ήταν μεγάλος. Τώρα έπρεπε να ξέρουμε στα σίγουρα τι μας περίμενε. Σχεδόν κάθε βιβλίο για τη Λάσα αναφέρει ότι φρουροί είναι τοποθετημένοι εδώ να φυλάνε την Ιερή Πόλη. Πλησιάσαμε με τις καρδιές μας να πάλλονται. Όμως δεν υπήρχε τίποτα. Κανένας στρατιώτης, κανένα σημείο ελέγχου, μόνο μερικοί ζητιάνοι που έτειναν το χέρι τους για ελεημοσύνη. Μπερδευτήκαμε με μια ομάδα ανθρώπων και διαβήκαμε ανεμπόδιστοι την πύλη προς την πόλη. Ο οδηγός μας μάς είπε ότι τα σπίτια στα αριστερά μας ήταν μόνο ένα είδος προαστίου, έτσι προχωρήσαμε μέσα από μια ανοικοδόμητη περιοχή πλησιάζοντας όλο και περισσότερο το κέντρο της πόλης. Δεν είπαμε λέξη και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να βρω όρους να εκφράσω πόσο συνταρακτική ήταν η αίσθησή μας. Το μυαλό μας, εξαντλημένο από κακουχίες, δεν μπορούσε να απορροφήσει το σοκ τόσο πολλών και ισχυρών εντυπώσεων.
Σύντομα βρεθήκαμε μπροστά από τη γέφυρα με την πρασινογάλαζη σκεπή [σημ.: γέφυρα με σκεπή από κινέζικα κεραμίδια, που περνούσε πάνω από κανάλι τού Κυιτσού που διέτρεχε την πόλη] και είδαμε για πρώτη φορά τα ακρωτήρια τού Καθεδρικού τής Λάσα [σημ.: το Τσοκάνγκ στην πλατεία Μπαρκόρ – για πολλούς ο ιερότερος χώρος του Θιβέτ]. Ο ήλιος έδυσε και έλουσε το τοπίο με απόκοσμο φως. Τουρτουρίζοντας από το κρύο έπρεπε να βρούμε κατάλυμα, όμως δεν είναι τόσο απλό να μπεις σε ένα σπίτι στη Λάσα όσο σε ένα αντίσκηνο στο Τσανγκθάνγκ. Θα έπρεπε ίσως να αναφερθούμε στις αρχές αμέσως. Παρόλα αυτά θέλαμε να δοκιμάσουμε. Στο πρώτο σπίτι βρήκαμε έναν βουβό υπηρέτη, που δεν μας άκουγε με τίποτα. Στη διπλανή πόρτα ήταν μόνο μια υπηρέτρια, που φώναξε για βοήθεια έως ότου η κυρία της ήρθε και μας παρακάλεσε να πάμε κάπου αλλού. Είπε ότι θα την έδιωχναν από τη συνοικία, εάν μας δεχόταν. Δεν μπορέσαμε να πιστέψουμε ότι η κυβέρνηση μπορούσε να είναι τόσο πια αυστηρή, αλλά δεν θέλαμε να της φέρουμε αναστάτωση και έτσι βγήκαμε έξω πάλι. Περπατήσαμε σε μερικούς στενούς δρόμους και βρεθήκαμε κιόλας στην άλλη πλευρά τής πόλης. Εκεί μπήκαμε σε ένα σπίτι πολύ μεγαλύτερο και εξ όψεως ανώτερο απ΄ όλα όσα είχαμε δει μέχρι τότε, με στάβλους στον περίβολο. Μπήκαμε βιαστικά για να βρεθούμε αντιμέτωποι με υπηρέτες, που μας κακομεταχειρίστηκαν και μας είπαν να φύγουμε. Δεν λέγαμε να το κουνήσουμε και ξεφορτώσαμε το γαϊδούρι μας. Ο οδηγός μας μάς πίεζε ήδη να τον αφήσουμε να επιστρέψει σπίτι του. Είχε προσέξει πως δεν ήταν όλα όπως έπρεπε. Του δώσαμε τα λεφτά του και έφυγε με μια δόση ανακούφισης.
Οι υπηρέτες απελπίστηκαν όταν είδαν ότι ήμασταν αποφασισμένοι να μείνουμε. Μας εκλιπάρησαν και θερμοπαρακάλεσαν να φύγουμε και τόνισαν ότι θα είχαν τρομερά προβλήματα όταν γύριζε το αφεντικό τους. Και εμείς δεν αισθανόμασταν καθόλου βολικά στην ιδέα να αποσπάσουμε φιλοξενία με το ζόρι, αλλά δεν κουνήσαμε. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι μαζεύτηκαν από τη φασαρία και η σκηνή μού θύμισε την αναχώρησή μου από το Κυιρόνγκ. Κλείσαμε τα αυτιά μας σε όλες τις διαμαρτυρίες. Κουρασμένοι του θανατά και σχεδόν λιμοκτονώντας, καθίσαμε στο έδαφος δίπλα στους μπόγους μας αδιαφορώντας για το τι μπορεί να μας συμβεί. Θέλαμε μόνο να καθίσουμε, να ξεκουραστούμε, να κοιμηθούμε.
Οι οργισμένες φωνές τού πλήθους ξαφνικά σταμάτησαν. Είχαν δει τα πρησμένα και φουσκαλιασμένα μας πόδια και, καθώς ήταν ανοιχτόκαρδοι, απλοϊκοί άνθρωποι, μάς λυπήθηκαν. Μια γυναίκα το ξεκίνησε. Ήταν αυτή που μας ικέτεψε να φύγουμε απ΄ το σπίτι της. Τώρα μας έφερνε τσάι με βούτυρο. Και μας έφεραν και κάθε λογής πράγματα – τσαμπά [σημ.: είδος πλιγουριού από ψημένο κριθάρι], προμήθειες και καύσιμη ύλη. Ο κόσμος ήθελε να εξιλεωθεί για την αφιλόξενη υποδοχή του. Πέσαμε με τα μούτρα στο φαί και για μια στιγμή ξεχάσαμε όλα τ’ άλλα.
σημείωση; Η αποστολή του ‘39 για την κατάκτηση της κορυφής Νάνγκα Παρμπάτ υποστηρίχθηκε από το Ναζιστικό Κόμμα στα πλαίσια της εκστρατείας για την ενίσχυση του κύρους και της αίγλης του. Ο Χάρρερ είχε γίνει μέλος των Ες-Ες το ’38, χωρίς όμως ποτέ να ενδιαφερθεί ή να υπηρετήσει τη ναζιστική ιδεολογία και δράση. Η ταινία τού Ζαν-Ζακ Ανό για τη ζωή του Χάρρερ στο Θιβέτ, μαζί με τη διασημότητα, έφερε και κατηγορίες για το παρελθόν του. Απολογούμενος είχε δηλώσει : « Ήμουν νέος, και ήμουν, το παραδέχομαι, υπερβολικά φιλόδοξος και μου ζητήθηκε να γίνω εκπαιδευτής χιονοδρόμων στα Ες-Ες. Πρέπει να πω πως άρπαξα την ευκαιρία. Πρέπει επίσης να πω πως και το Κομμουνιστικό Κόμμα να με καλούσε, θα πήγαινα. Ακόμα και ο ίδιος ο διάβολος να με είχε καλέσει, θα είχα πάει.»
Ο Χάρρερ πέρασε επτά χρόνια από τη ζωή του στο Θιβέτ και το εγκατέλειψε λόγω της κινεζικής εισβολής τού ‘50. Το ’48 είχε διοριστεί δημόσιος υπάλληλος εκτελώντας χρέη μεταφραστή και φωτογράφου για την κυβέρνηση. Επιπλέον έχτισε μια αίθουσα κινηματογράφου, σύμφωνα με επιθυμία τού, 14χρονου τότε, Δαλάι Λάμα, τον οποίο είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά και να αναπτύξουν στενή φιλία.
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο

