16/10/2013

Τελετή του Τσαγιού

περιοχή: Τόκιο, Ιαπωνία
απόσπασμα: Νίκος Καζαντζάκης, Ο Βραχόκηπος (1936)


πηγή

Κοιτάζω γύρω μου· ένας μικρός-μικρός κήπος, υγρός και χλιαρός· ένα πέτρινο φανάρι που τό' χει σφιχταγκαλιάσει ο κισσός· ένα γέρικο, μικροσκοπικό ξυλογέφυρο, και το πράσινο νερό που κυλάει μουρμουρίζοντας σιγανά· τρεις ανθισμένες κερασιές, δαμασμένες από πιτήδειο κι υπομονετικό χέρι, σκύβουν σαν ιτιές πάνω από ένα νερόλακκο γεμάτο ίσκιους.
   Και μέσα-μέσα στον κήπο, ο μικρός ναός τσα-νο-γιου, της τελετής του τσαγιού.
   Η τρομερά πικρή γέψη αυτού του ιερατικού τσαγιού απομένει ακόμα πάνω στα χείλη μου. Ξαναβλέπω τη γυμνή καμαρούλα. Κίτρινες ψάθες. Άντρες και γυναίκες σταυροποδισμένες στις ψάθες. Από πάνω μου, κρεμασμένο στον τοίχο, ένα μεταξωτό κακεμονό: η εικόνα του μεγάλου δασκάλου του τσα-νο-γιου, του Ρικυού, με τη βαριά στολή των σαμουράι.
« — Δάσκαλε, φανέρωσέ μου το μυστικό της τέχνης σου! τον παρακάλεσε κάποτε ένας γέρος άρχοντας.
» — Το χειμώνα να συγυρνάς έτσι το δωμάτιο που να φαντάζει ζεστό· το καλοκαίρι, κάνε το να δείχνει δροσερό. Να βράζεις όπως πρέπει το νερό και να δίνεις στο τσάι νοστιμιά.
» — Μα αυτά τα ξέρει ο καθένας!
» — Όταν βρεθεί ο άνθρωπος που όχι μονάχα θα τα ξέρει παρά και θα τα εφαρμόζει, τότε θα πάω εγώ να καθίσω στα πόδια του να γίνω μαθητής του!»
Σταυρογονάτισα μπρος στα πόδια του Ρικυού. Ναι, δάσκαλε, φανέρωσες το μυστικό σου· μα ήταν τόσο απλό που κανείς δεν το κατάλαβε.
   Το μυστικό των μεγάλων δασκάλων είναι όπως της ευτυχίας· περιμένουμε εκστάσεις, αστροπελέκια, αγώνες υπεράνθρωπους, και να που η ευτυχία είναι ένα απλότατο πράμα, πολύ ανθρώπινο, σχεδόν κοινότυπο· ο Θεός δεν είναι μήτε σεισμός, μήτε πυρκαγιά, μήτε θάμα· είναι έν' αλαφρό διαβατικό αγεράκι.
   Μια πόρτα ανοίγει αθόρυβα, μια γκέισα μπαίνει, τυλιμένη στο βαρύ μαύρο κιμονό της· προχωράει πολύ αργά, στητή και ατάραχη, σαν ιέρεια αυστηρής λατρείας. Κάνει βαθιά υπόκλιση. Πίσω της, γλυκιά και υποταχτική, με γόνατα μια στάλα ανοιχτά, στραταρίζει η μικρή της συντρόφισσα· εχει στα χείλη ένα ακίνητο χαμόγελο, σαν αρχαϊκή κόρη.
   Ακούγεται το μούρμουρο του νερού που βράζει. Σ' άλλο καιρό, έβαζαν μέσα στην τσαγέρα μερικά μικρά χοχλαδάκια, που έκαναν μιαν παράξενη μελωδία· οι καλεσμένοι άκουγαν, καθώς λέει ένας παλιός ποιητής, «τον καταρράχτη να γκρεμίζεται πέρα στα βουνά, τη θάλασσα πιο πέρα να σπάζει πάνω στους βράχους, τη βροχή να δέρνει τα καλάμια, τα πεύκα να βουίζουν στον άνεμο...»
   Στήνω το αυτί· πίσω από το φτενό χώρισμα που κάνουν οι καλαμένιοι τοίχοι, ακούω την τεράστια ανάσα του Τόκιο: βαβούρα ανάκατη, σουβλερή, γεμάτη κραυγές και γέλια, ουρλιαχτά από τις σειρήνες και τα κλάξον, και κροταλίσματα από τσόκαρα.   
   «Δάσκαλε, είπα στον Ρικυού, συχώρεσέ με: εγώ πηγαίνω.»