απόσπασμα: Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας - Ιταλία (1926)
Η πρώτη μορφή που με περίμενε στη φασιστικήν Ιταλία ήταν
γιομάτη ταπεινοσύνη κι αγάπη· ο Άγιος
Φραγκίσκος της Ασίζης. Είχα φύγει βιαστικά από την Ισπανία για να βρεθώ στη
μεγάλη επέτειο της έβδομης εκατονταετηρίδας του. Ο Μουσολίνι ανακήρυξε τη μέρα
αυτή εθνική γιορτή, ο αφοσιωμένος της φτώχειας, της υπακοής και της παρθενίας
κατατάχτηκε στα μαύρα πουκάμισα, δημοσιογράφοι και φιλόσοφοι ανάλαβαν ν' ανακαλύψουν
φραγκισκανικές αρετές στα νέα φασιστικά τάγματα.
Χιλιάδες άντρες και
γυναίκες ανέβαιναν πεζοί κι άλλοι με αυτοκίνητα και
κάρα τον ανηφορικό δρόμο από το σταθμό στη χαριτωμένη μικρή πολιτεία. Η σκόνη ανέβαινε πυκνή κι ο αγέρας μύριζε βενζίνη. Μια χλωμή κοπέλα στο αυτοκίνητο βγάζει το τσαντάκι της και βάφει κατακόκκινα τα χείλη της πριχού να μπει στην Ασίζη και να προσκυνήσει τον άγιο.
κάρα τον ανηφορικό δρόμο από το σταθμό στη χαριτωμένη μικρή πολιτεία. Η σκόνη ανέβαινε πυκνή κι ο αγέρας μύριζε βενζίνη. Μια χλωμή κοπέλα στο αυτοκίνητο βγάζει το τσαντάκι της και βάφει κατακόκκινα τα χείλη της πριχού να μπει στην Ασίζη και να προσκυνήσει τον άγιο.
Ανεβαίνω στο γνωστό
αγαπημένο δρόμο, συγκινημένος. Η Ασίζη λάμπει μέσα στον ήλιο, ψηλά, απάνου στο
λόφο. Διακρίνω αριστερά το μέγα Μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, δεξιά την
εκκλησιά της Αγίας Κλάρας, και μέσα από τα μουγκρίσματα των αυτοκινήτων
κατορθώνω να διακρίνω τη βαθιά, γλυκύτατη φωνή που χύνεται από τις καμπάνες του
Αγίου Ρουφίνου.
Τώρα και δυο
χρόνια, επί πολλούς μήνες, χαίρουμουν, έδω στην Ασίζη, τη μυστική γλύκα της
φραγκισκανικής ταπεινοσύνης. Κάποτε μια Εγγλέζα, ένας Αμερικάνος, τάραζαν την ησυχία.
Μα γρήγορα έφευγαν, κι η απλοϊκή πατρίδα του «συζύγου της Φτώχειας» ξακολουθούσε
γαληνεμένη τ’ όνειρό της απάνου από τους σιωπηλούς ελαιώνες της Ουμβρίας.