απόσπασμα: Ν. Χριστογιαννόπουλος, Αναζητώντας ελληνικό στοιχείο (2012)
![]() |
πηγή |
Τρώγοντας έρχεται η
όρεξη, λέει ο λαός. Οπότε ο Λόρδος, με τα σουλτανικά φιρμάνια προς τους «εν
Αθήναις» Βοϊβόδα (κυβερνήτη) και Καδή (δικαστή) είτε να χάνονται στο δρόμο είτε
να καθυστερούν, αποφασίζει και διατάσσει οι εργασίες να μην περιοριστούν στην
απεικόνιση των γλυπτών (τα οποία έχει ήδη θαυμάσει κατά τη διάρκεια ενός
υπηρεσιακού ταξιδιού του), αλλά να επεκταθούν στη συσκευασία και στην
προετοιμασία αποστολής τους στο μεγάλο νησί του. Έτσι ώστε, όταν του
εγχειρίζονται τελικά τα επίσημα έγγραφα στην Κωνσταντινούπολη, που επιβεβαιώνουν την έγκριση της οθωμανικής κυβέρνησης για όσα έχουν συντελεστεί στην Αθήνα και αποδεικνύουν ότι η μεταβίβαση των γλυπτών είναι «νομότυπη», τα παραδίδει στα ασφαλή χέρια δυο αξιωματικών. Αποτέλεσμα, τα έγγραφα ακολουθούν μια σχετικά αναμενόμενη μοίρα: χάνονται. Τι κρίμα! Το ακλόνητο αποδεικτικό στοιχείο δεν μπορεί πλέον να προσκομιστεί.
εγχειρίζονται τελικά τα επίσημα έγγραφα στην Κωνσταντινούπολη, που επιβεβαιώνουν την έγκριση της οθωμανικής κυβέρνησης για όσα έχουν συντελεστεί στην Αθήνα και αποδεικνύουν ότι η μεταβίβαση των γλυπτών είναι «νομότυπη», τα παραδίδει στα ασφαλή χέρια δυο αξιωματικών. Αποτέλεσμα, τα έγγραφα ακολουθούν μια σχετικά αναμενόμενη μοίρα: χάνονται. Τι κρίμα! Το ακλόνητο αποδεικτικό στοιχείο δεν μπορεί πλέον να προσκομιστεί.
Το γεγονός, όμως, παραμένει. Τα
μνημεία αποχαιρετούν τη βάση τους και καταλήγουν στο Λονδίνο. Τα πρώτα χρόνια
του 19ου αιώνα έχουν παρέλθει, βρισκόμαστε στο 1803, η πρεσβευτική θητεία
φτάνει στο τέρμα της και ο Έλγιν αποσύρει την καλλιτεχνική ομάδα από την Αθήνα,
αφήνοντας πίσω του μόνον έναν για να επιβλέπει τη φόρτωση στα πλοία. (Μικρή
λεπτομέρεια: συνοδός του τελευταίου φορτίου, που έφυγε από τον Πειραιά το 1811,
ήταν ένας άλλος Λόρδος, Βύρων το όνομά του!)
Στον τελικό
προορισμό τους τώρα, τα κιβώτια περιμένουν τον παραλήπτη τους, που όμως
«πλήττει» άπραγος μέχρι το 1806 ως αιχμάλωτος πολέμου στη Γαλλία η οποία είχε
κηρύξει πόλεμο εναντίον του συνηθισμένου εχθρού της. (Τις είχαν τότε αυτές τις
αντιξοότητες τα πρεσβευτικά αξιώματα.) Αλλ' όταν επιτέλους επιστρέφει,
επιδαψιλεύει στα γλυπτά τη δέουσα τιμή: αγοράζει ένα σπίτι στη γωνία των οδών Piccadilly και Park Lane (καλή περιοχή), χτίζει τον κατάλληλο εκθεσιακό χώρο
και προσφέρει τα μνημεία στον ανυπόκριτο θαυμασμό των συμπατριωτών του.
Τα χρόνια περνούν
και ο θαυμασμός συνεχίζεται.
Μάλιστα, το
Βρετανικό Μουσείο προχωρεί σε ανοίγματα:
«Τα πουλάς;»
Ο 'Ελγιν αρχίζει να
το σκέφτεται. Ζητάει το ποσό των £62.440, για να καλύψει και τα έξοδά του. Η
κυβέρνηση, ωστόσο, τον απογοητεύει προσφέροντάς του μόλις £30.000. Οικονομικές
δυσπραγίες τον υποχρεώνουν να πουλήσει, αντί των μαρμάρων το σπίτι, με συνέπεια
να μεταφερθούν τα γλυπτά «προσωρινά» σε χώρο που παραχωρεί ο Δούκας του
Devonshire. Νέα πρόταση πώλησης, αλλεπάλληλες εκτιμήσεις από ειδικές επιτροπές,
παζάρια (συγνώμη, διαπραγματεύσεις) για το αν τα έξοδα πρέπει να περιληφθούν,
αφού ο Λόρδος είχε αγοράσει τα μάρμαρα ενεργώντας ως ιδιώτης και όχι με την
υπηρεσιακή του ιδιότητα (η έγκριση των οθωμανικών αρχών δεν ενδιέφερε επί του
προκειμένου), ψηφοφορία στη Βουλή των Κοινοτήτων και... τελική τιμή £35.000.
Μάλιστα. Αλλά, άμα έχεις ανάγκη τα λεφτά, υποχωρείς. Τα Ελγίνεια Μάρμαρα
περιέρχονται, «εις το διηνεκές», στην κυριότητα του Βρετανικού Μουσείου. Εν
έτει 1816.
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο