απόσπασμα: Ιούλιος Βερν - 'Clausius Bombarnac' (1893)
ελλ. έκδοση: Από τον Καύκασο στο Πεκίνο
μετάφραση-διασκευή: Νίκος Καζαντζάκης
![]() |
πηγή |
Είμαι στο Μπακού. Έχω μισή μέρα καιρό να δω το Μπακού, και δε θα χάσω μήτε μιαν ώρα, αφού η τύχη μ' έφερε στην περίφημη αυτή πολιτεία [...].
Ίσως το όνομα αυτό να μη διεγείρει καθόλου την περιέργεια των αναγνωστών μου. Μα, ίσως πάλι η φαντασία τους ν' ανάψει, αν τους πω πως το Μπακού είναι η πόλη των Πάρσων, η μητρόπολη των λατρευτών του πυρός!
Περιτριγυρισμένη με μαυρισμένες δαντελωτές προκυμαίες η πόλη αυτή είναι χτισμένη κοντά σ' ένα ακρωτήρι, πάνω στις τελευταίες διακλαδώσεις του Καυκάσου. Μα, πού να βρίσκομαι; Είμαι στην Περσία άραγε ή στη Ρωσία; Στη Ρωσία, δίχως άλλο, αφού η Γεωργία είναι ρωσική επαρχία. Μα μπορείς να γελαστείς και να νομίζεις πως βρίσκεσαι στην Περσία, γιατί το Μπακού διατήρησε την περσική μορφή του. Επισκέπτομαι ένα παλάτι των Χάνων, καθαρή αρχιτεκτονική των καιρών του Σαχριάρ και της Σεχεραζάτης, της «κόρης αυτής της σελήνης», που ήξερε τα απέραντα ωραία παραμύθια. Τα λεπτότατα σκαλίσματα του παλατιού είναι ακόμα τόσο ανέπαφα και ζωντανά, σαν τώρα μόλις να τα τελείωσε ο τεχνίτης τους. Πιο πέρα υψώνονται οι ψηλόλιγνοι μιναρέδες ενός τζαμιού, κι όχι οι φουσκωτοί εκείνοι κουμπέδες της Αγίας Μόσχας. Άλλωστε το Μπακού έχει συνοικίες με ήθη και όψη εντελώς ρωσικά, με τα ξύλινα σπίτια τους, χωρίς κανένα απομεινάρι ανατολίτικου χαρακτήρα. Έχει ένα σπουδαίο σιδηροδρομικό σταθμό μεγάλης ευρωπαϊκής ή αμερικανικής πολιτείας, και στην άκρη των δρόμων ένα σύγχρονο λιμάνι, που ο αέρας του είναι μαυρισμένος από τους καπνούς του κάρβουνου, που τινάζεται από τις καμινάδες των βαποριών.
Σου κάνει εντύπωση τι να γυρεύει αυτό το κάρβουνο στην πολιτεία του πετρελαίου. Σε τι χρησιμεύει, αφού εδώ υπάρχει τόσο άφθονο το πολύτιμο αυτό ορυκτό λάδι; Και πραγματικά, το έδαφος αυτό το τόσο ξερό, έχει πλουσιότατες πηγές πετρελαίου. Άνοιξε όπου θέλεις μια τρύπα στη γη, και θα τιναχτεί αέριο. Άναψε το, και θα έχεις ένα φυσικό κι αδάπανο μέσο φωτισμού και θέρμανσης.
Θά’ θελα να επισκεφθώ το περίφημο ιερό του Ατές Γκαχ, μα απέχει είκοσι δυο βέρστια από το Μπακού, και δεν προφθαίνω. Εκεί καίει το αιώνιο πυρ. Τώρα κι εκατοντάδες χρόνια το διατηρούν οι Πάρσοι ιερείς, που ήρθαν από τις Ινδίες, και πού δεν τρων ποτέ κρέας. Σε άλλες χώρες, θα τους ονόμαζαν απλώς χορτοφάγους.
[...]
Έχουν σηκώσει την κρεμαστή γέφυρα, και το βαπόρι απομακρύνεται σιγά-σιγά. Ή «Αστάρα» κίνησε, οι δυνατοί τροχοί της αρχίζουν και γυρίζουν, και σε λίγο βγήκε έξω από το λιμάνι.
Τετρακόσια περίπου μέτρα μακρύτερα, η θάλασσα σα να κοχλάζει. Κάτω στο βάθος, τα νερά φαίνονται πολύ ταραγμένα. Στεκόμουν τη στιγμή εκείνη στην πρύμνα, με το πούρο στο στόμα, κι έβλεπα το λιμάνι να χάνεται πίσω από το ακρωτήρι, την ώρα πού η οροσειρά του Καυκάσου ανέβαινε από τον ορίζοντα δυτικά.
Με μιας, φωτιά απλώνεται γύρω απο την καρίνα της «Αστάρας». Περνούσαμε πάνω από μια πηγή νάφθας, και το αποτσίγαρό μου της έβαλε φωτιά.
Οι επιβάτες, έντρομοι, βάζουν τις φωνές. Η «Αστάρα» πλέει μέσα στις φλόγες• μα, με μια τιμονιά, φεύγουμε από τη φλεγόμενη πηγή, και κάθε κίνδυνος εκλείπει.
Ο καπετάνιος, που ήρθε στην πρύμνα, μου λέει με ψυχρό τόνο:
— Πολύ απερίσκεπτο αυτό πού κάνατε!
Κι εγώ αποκρίνομαι, όπως συνηθίζεται στις παρόμοιες περιστάσεις:
— Μα την πίστη μου, καπετάνιο μου, δεν ήξερα...
— Πρέπει πάντα να ξέρει κανείς, κύριε!
Τη φράση αυτή την είπε κάποιος, με ξερή και δύστροπη φωνή, μερικά βήματα μακρύτερα. Στρέφομαι.
Μια Αγγλίδα, πού ήταν στο σιδηρόδρομο, στο ίδιο με μένα βαγόνι, μου έδωσε το μικρό αυτό μάθημα!