περιοχή: ποταμός Αμού-Ντάρια, Τουρκμενιστάν
απόσπασμα: Ιούλιος Βερν - 'Clausius Bombarnac' (1893)
ελλ. έκδοση: Από τον Καύκασο στο Πεκίνο
μετάφραση-διασκευή: Νίκος Καζαντζάκης
απόσπασμα: Ιούλιος Βερν - 'Clausius Bombarnac' (1893)
ελλ. έκδοση: Από τον Καύκασο στο Πεκίνο
μετάφραση-διασκευή: Νίκος Καζαντζάκης
![]() |
πηγή |
σημείωση: Τη δεκαετία του 1880 άρχισε από τους Ρώσους η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Καύκασος-Κασπία-Κίνα, τμήμα του τεράστιας σημασίας Υπερ-Ασιατικού σιδηροδρόμου που χαράχτηκε πάνω στον επικίνδυνο και προσοδοφόρο Δρόμο του Μεταξιού. Κοντά στα σύνορα του σημερινού Τουρκμενιστάν με το Ουζμπεκιστάν, η γραμμή έπρεπε να διασχίσει τον ορμητικό και απρόβλεπτο Αμού-Ντάρια, έναν ποταμό με ροή που αλλάζει συνεχώς πορεία. Αρχικά, κατασκευάστηκε ξύλινη γέφυρα μήκους 2 περίπου χιλιομέτρων μεταξύ Σεπτεμβρίου 1887 και Ιανουαρίου 1888. Η γέφυρα περνούσε πάνω από πολλαπλά ρεύματα του ποταμού και είχε τέσσερα τμήματα. Συνέδεσε τις δύο όχθες για 13 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων όμως έκλεισε έξι φορές, σε ορισμένες περιπτώσεις για μήνες. Ο Ιούλιος Βερν μάς εξηγεί το λόγο, ο οποίος τελικά οδήγησε στην αντικατάσταση της γέφυρας αυτής από μία χαλύβδινη το 1898, μόλις πέντε χρόνια μετά την έκδοση του μυθιστορήματός του.
Το τραίνο μας προχωρεί προς τα βορειοδυτικά.
Τώρα περνούμε την έρημο, την αληθινή έρημο που δεν έχει στάλα νερό. Ευτυχώς, άνοιξαν εδώ κι εκεί αρτεσιανά πηγάδια, κι έτσι υδρεύονται οι διάφοροι σταθμοί.
Ο ταγματάρχης μου εξιστορεί τι φοβερές δυσκολίες βρήκαν οι μηχανικοί για να μπορέσουν να συγκρατήσουν στα μέρη αυτά τους αμμόλοφους, που μετακινούνταν δεξιά κι αριστερά της γραμμής. Ύψωσαν φράκτες γερούς, για να εμποδίζουν την άμμο να πλακώνη τις σιδηροδρομικές γραμμές. Μετά την έρημο αυτή αρχίζει η επίπεδη πεδιάδα, όπου η τοποθέτηση των γραμμών ήταν πολύ εύκολη, κι έγινε ταχύτατα.
[…]
Χωρίς καμιά καθυστέρηση, το τραίνο μπαίνει στο σταθμό Τσαρτζούι [σημ.: το σημερινό Τουρκμεναμπάτ] — χιλιοστό πέμπτο βέρστι [σημ.: Ρωσική μονάδα μέτρησης ελάχιστα μεγαλύτερη από 1 χλμ]. Το Τσαρτζούι είναι σημαντική πόλη του χανάτου της Μπουχάρας, όπου ο υπερκασπιανός έφθανε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1886, δέκα επτά μήνες ακριβώς από την ημέρα που τοποθετούσαν την πρώτη τραβέρσα. Απέχουμε τώρα μόλις δώδεκα βέρστια από τον Αμού-Ντάρια.
[…]
Ο Αμού-Ντάρια είναι ο Ώξος των αρχαίων, ποταμός περίφημος, όπως κι ο Ινδός κι ο Γάγγης. Άλλοτε χυνόταν στην Κασπία θάλασσα, έπειτα όμως άλλαξε κοίτη, και χύνεται στη θάλασσα του Αράλ. Τροφοδοτείται από τα χιόνια και τις βροχές του οροπεδίου του Παμίρ και τα νερά του τρέχουν σιγά ανάμεσα στους αργιλώδεις κι αμμουδερούς λόφους. Οι ντόπιοι τον ονομάζουν «Ποταμοθάλασσο» και το ρέμα του έχει μάκρος 2.500 χιλιόμετρα.
Το τραίνο περνά μια γέφυρα, μια λεύγα [σημ.: Ρωμαϊκή μονάδα μήκους ίση με 2,22 χλμ] μάκρος, επάνω από τον Αμού-Ντάρια· η γέφυρα έχει ύψος έντεκα μέτρα. Την ώρα που την περνούμε, τρέμει ολόκληρη από το βάρος του τραίνου. Ο στρατηγός Άνενκοφ την κατασκεύασε σε δέκα μήνες, κι είναι η σπουδαιότερη γέφυρα απ' όσες περνά ο μέγας υπερασιατικός.
Τα νερά του ποταμού είναι κίτρινα λαμπερά. Στα πλατύτατα νερά του διακρίνω εδώ κι εκεί μερικά σκορπισμένα νησιά.
Ό κ. Ποπώφ μου δείχνει μερικές σκοπιές φρουρών, που βρίσκονται δεξιά κι αριστερά της γέφυρας.
— Τι χρησιμεύουν οι σκοπιές αυτές; ρώτησα.
— Για τους φρουρούς που μένουν εδώ και φυλάγουν μην τύχη και πιάση πυρκαϊά. Κάθε σκοπιά έχει και την πυροσβεστική της αντλία.
Η προφύλαξη αυτή είναι απαραίτητη. Τα αναμμένα κάρβουνα, που ξετινάζονται από τη μηχανή, έβαλαν φωτιά πολλές φορές στη γέφυρα. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος κίνδυνος: πολλές βάρκες, οι περισσότερες φορτωμένες με πετρέλαιο, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν τον Αμού-Ντάρια και συχνά οι βάρκες αυτές παίρνουν φωτιά. Βλέπετε λοιπόν πόσο απαραίτητη είναι η επιτήρηση. Αν καμιά μέρα καή η τεράστια αυτή γέφυρα, θα χρειασθή πάλι ένας χρόνος σχεδόν για να ξαναγίνη, και το ταξίδι του υπερασιατικοΰ θα δυσκολευθή πολύ· γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να μεταφερθούν οι ταξιδιώτες από τη μιαν όχθη στην άλλη.
Επί τέλους, το τραίνο πέρασε τον ποταμό με μικρή ταχύτητα. Είναι πια μέρα. Η έρημος ξαναφαίνεται από τον δεύτερο σταθμό του Καρακούμ. Πέρα μακριά διακρίνονται οι μαίανδροι ενός παραποτάμου του Αμού-Ντάρια, που οι ντόπιοι τον λένε Σαραφιάν, δηλαδή «χρυσοφόρο ποτάμι». Ο παραπόταμος αυτός φθάνει ως την κοιλάδα του Σογδ, στην ευφορώτατη όαση, όπου λάμπει η περίφημη πόλη Σαμαρκάνδη.
Στις πέντε το πρωί το τραίνο σταματά στην πρωτεύουσα του χανάτου της Μπουχάρας, χίλια εκατόν επτά βέρστια από το Ουζούν Αντά [σημ.: λιμάνι της εποχής στην ανατολική ακτή της Κασπίας].
Τώρα περνούμε την έρημο, την αληθινή έρημο που δεν έχει στάλα νερό. Ευτυχώς, άνοιξαν εδώ κι εκεί αρτεσιανά πηγάδια, κι έτσι υδρεύονται οι διάφοροι σταθμοί.
Ο ταγματάρχης μου εξιστορεί τι φοβερές δυσκολίες βρήκαν οι μηχανικοί για να μπορέσουν να συγκρατήσουν στα μέρη αυτά τους αμμόλοφους, που μετακινούνταν δεξιά κι αριστερά της γραμμής. Ύψωσαν φράκτες γερούς, για να εμποδίζουν την άμμο να πλακώνη τις σιδηροδρομικές γραμμές. Μετά την έρημο αυτή αρχίζει η επίπεδη πεδιάδα, όπου η τοποθέτηση των γραμμών ήταν πολύ εύκολη, κι έγινε ταχύτατα.
[…]
Χωρίς καμιά καθυστέρηση, το τραίνο μπαίνει στο σταθμό Τσαρτζούι [σημ.: το σημερινό Τουρκμεναμπάτ] — χιλιοστό πέμπτο βέρστι [σημ.: Ρωσική μονάδα μέτρησης ελάχιστα μεγαλύτερη από 1 χλμ]. Το Τσαρτζούι είναι σημαντική πόλη του χανάτου της Μπουχάρας, όπου ο υπερκασπιανός έφθανε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1886, δέκα επτά μήνες ακριβώς από την ημέρα που τοποθετούσαν την πρώτη τραβέρσα. Απέχουμε τώρα μόλις δώδεκα βέρστια από τον Αμού-Ντάρια.
[…]
Ο Αμού-Ντάρια είναι ο Ώξος των αρχαίων, ποταμός περίφημος, όπως κι ο Ινδός κι ο Γάγγης. Άλλοτε χυνόταν στην Κασπία θάλασσα, έπειτα όμως άλλαξε κοίτη, και χύνεται στη θάλασσα του Αράλ. Τροφοδοτείται από τα χιόνια και τις βροχές του οροπεδίου του Παμίρ και τα νερά του τρέχουν σιγά ανάμεσα στους αργιλώδεις κι αμμουδερούς λόφους. Οι ντόπιοι τον ονομάζουν «Ποταμοθάλασσο» και το ρέμα του έχει μάκρος 2.500 χιλιόμετρα.
Το τραίνο περνά μια γέφυρα, μια λεύγα [σημ.: Ρωμαϊκή μονάδα μήκους ίση με 2,22 χλμ] μάκρος, επάνω από τον Αμού-Ντάρια· η γέφυρα έχει ύψος έντεκα μέτρα. Την ώρα που την περνούμε, τρέμει ολόκληρη από το βάρος του τραίνου. Ο στρατηγός Άνενκοφ την κατασκεύασε σε δέκα μήνες, κι είναι η σπουδαιότερη γέφυρα απ' όσες περνά ο μέγας υπερασιατικός.
Τα νερά του ποταμού είναι κίτρινα λαμπερά. Στα πλατύτατα νερά του διακρίνω εδώ κι εκεί μερικά σκορπισμένα νησιά.
Ό κ. Ποπώφ μου δείχνει μερικές σκοπιές φρουρών, που βρίσκονται δεξιά κι αριστερά της γέφυρας.
— Τι χρησιμεύουν οι σκοπιές αυτές; ρώτησα.
— Για τους φρουρούς που μένουν εδώ και φυλάγουν μην τύχη και πιάση πυρκαϊά. Κάθε σκοπιά έχει και την πυροσβεστική της αντλία.
Η προφύλαξη αυτή είναι απαραίτητη. Τα αναμμένα κάρβουνα, που ξετινάζονται από τη μηχανή, έβαλαν φωτιά πολλές φορές στη γέφυρα. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος κίνδυνος: πολλές βάρκες, οι περισσότερες φορτωμένες με πετρέλαιο, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν τον Αμού-Ντάρια και συχνά οι βάρκες αυτές παίρνουν φωτιά. Βλέπετε λοιπόν πόσο απαραίτητη είναι η επιτήρηση. Αν καμιά μέρα καή η τεράστια αυτή γέφυρα, θα χρειασθή πάλι ένας χρόνος σχεδόν για να ξαναγίνη, και το ταξίδι του υπερασιατικοΰ θα δυσκολευθή πολύ· γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να μεταφερθούν οι ταξιδιώτες από τη μιαν όχθη στην άλλη.
Επί τέλους, το τραίνο πέρασε τον ποταμό με μικρή ταχύτητα. Είναι πια μέρα. Η έρημος ξαναφαίνεται από τον δεύτερο σταθμό του Καρακούμ. Πέρα μακριά διακρίνονται οι μαίανδροι ενός παραποτάμου του Αμού-Ντάρια, που οι ντόπιοι τον λένε Σαραφιάν, δηλαδή «χρυσοφόρο ποτάμι». Ο παραπόταμος αυτός φθάνει ως την κοιλάδα του Σογδ, στην ευφορώτατη όαση, όπου λάμπει η περίφημη πόλη Σαμαρκάνδη.
Στις πέντε το πρωί το τραίνο σταματά στην πρωτεύουσα του χανάτου της Μπουχάρας, χίλια εκατόν επτά βέρστια από το Ουζούν Αντά [σημ.: λιμάνι της εποχής στην ανατολική ακτή της Κασπίας].
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο