19/04/2014

Τιέρρα ντελ Φουέγκο

περιοχή: Κανάλι Μπιγκλ, Γη του Πυρός, σύνορα Χιλής-Αργεντινής
απόσπασμα: Κάρολος Δαρβίνος, Ταξιδεύοντας με το Μπιγκλ – Τιέρρα ντελ Φουέγκο (Ιαν. 1833)

σημείωση: Κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του Μπιγκλ – με σκοπό τη χαρτογράφηση των υδάτινων δρόμων της Παταγονίας και της Γης του Πυρός – τέσσερις ιθαγενείς μεταφέρθηκαν στην Αγγλία σε μια προσπάθεια εκπολιτισμού τους. Τρεις από αυτούς, δύο άντρες και μια κοπέλα, επιστρέφουν στον τόπο τους στο δεύτερο ταξίδι του Μπιγκλ. Στο πλοίο αυτή τη φορά επιβαίνει και ο Κάρολος Δαρβίνος, ο οποίος γράφει τις εντυπώσεις του από τις πρώτες επαφές με τους ιθαγενείς της περιοχής.


πηγή

   15 Ιανουαρίου 1833. Το Μπιγκλ αγκυροβόλησε στο Γκοερίυ Ρόουντ. Ο πλοίαρχος Φιτζ Ρόυ έχοντας αποφασίσει να εγκαταστήσει τους ιθαγενείς της Γης του Πυρός που είχαμε στο πλοίο, σύμφωνα με την επιθυμία τους, στο στενό Πόσομπυ, εξόπλισε και εφοδίασε τέσσερις βάρκες για να τους μεταφέρουν εκεί μέσα από το δίαυλο Μπιγκλ. Αυτός ο δίαυλος, που ανακαλύφθηκε από τον πλοίαρχο Φιτζ Ρόυ στη διάρκεια του τελευταίου ταξιδιού, είναι ένα πολύ αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της γεωγραφίας
αυτής της χώρας ή πραγματικά οποιουδήποτε άλλου τόπου· μπορεί να συγκριθεί με την κοιλάδα του Λόχνες στη Σκωτία, με την αλυσίδα από τις λίμνες της και τις δασώδεις περιοχές της. Το μάκρος αυτού του δίαυλου είναι εκατόν είκοσι μίλια περίπου και έχει κατά μέσο όρο πλάτος δύο μίλια πάνω-κάτω· και στο μεγαλύτερο μέρος είναι τόσο ίσιος που η θέα, περιορισμένη κι από τις δυο πλευρές από μια γραμμή από βουνά, γίνεται σιγά-σιγά ασαφής στο μάκρος της απόστασης. Διασχίζει το νότιο τμήμα της Γης του Πυρός με ανατολικο-δυτική κατεύθυνση και στη μέση, από τη νότια πλευρά του, ενώνεται κάθετα μ' ένα ακανόνιστο κανάλι, που λέγεται στενό Πόσομπυ. Εδώ διαμένει η οικογένεια και η φυλή του Τζίμυ Μπάτον [σημ.: Ο ένας από τους ιθαγενείς που επέβαιναν στο Μπιγκλ. Σε όλους τους οι ναυτικοί είχαν δώσει  αγγλικά ονόματα].

   19 Ιανουαρίου. Κάτω από τη διοίκηση του πλοιάρχου Φιτζ Ρόυ, ομάδα από είκοσι οχτώ άντρες με τρεις φαλαινοθηρικές βάρκες κι ένα βοηθητικό σκάφος, άρχισαν μιαν επιχείρηση. Το απόγευμα μπήκαμε στο δίαυλο από το ανατολικό του στόμιο και ύστερα από λίγο βρήκαμε ένα μικρό, βολικό όρμο, κρυμμένο από μερικούς γειτονικούς ορμίσκους. Εδώ στήσαμε τις σκηνές μας και ανάψαμε τις φωτιές μας. Τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο ειδυλλιακό απ' αυτή τη σκηνή. Το διάφανο νερό του μικρού λιμανιού, με τα κλαδιά των δέντρων να κρέμονται πάνω από τη βραχώδη ακτή, οι αγκυροβολημένες βάρκες, οι σκηνές που στηρίζονταν πάνω στα σταυρωτά κουπιά και ο καπνός που έκανε δαχτυλίδια πάνω από τη δασωμένη κοιλάδα σχημάτιζαν μια εικόνα γαλήνιας απομόνωσης. Την επόμενη μέρα (20ή) γλιστρήσαμε μαλακά προς τα μπρος με το μικρό μας στόλο και ήρθαμε σε πιο κατοικημένη περιοχή. Λίγοι, ίσως κανένας απ' αυτούς τους ντόπιους δε θα είχε τη δυνατότητα να δει ποτέ ένα λευκό άνθρωπο· μπροστά βέβαια στην παρουσία των τεσσάρων σκαφών τίποτα δεν μπορούσε να ξεπεράσει την κατάπληξή τους. Φωτιές ανάφτηκαν σε κάθε σημείο (από δω το όνομα Τιέρρα ντελ Φουέγκο ή Γη του Πυρός) από τη μια μεριά για να τραβήξουν την προσοχή μας κι από την άλλη για να διαδώσουν τα νέα από τη μια άκρη ίσαμε την άλλη. Μερικοί από τους ντόπιους έτρεξαν μίλια και μίλια στο μάκρος της ακτής παρακολουθώντας μας. Δε θα ξεχάσω ποτέ πώς εμφανίστηκε μπροστά μας μια ομάδα απ' αυτούς τους άγριους· τέσσερις ή πέντε άντρες εμφανίστηκαν ξαφνικά στην άκρη ενός επικρεμάμενου λόφου· ήταν εντελώς γυμνοί και τα μακριά μαλλιά τους ανέμιζαν γύρω από τα πρόσωπά τους· στα χέρια τους κρατούσαν χοντρά κλαδιά και, χοροπηδώντας, κουνούσαν τα χέρια τους γύρω από τα κεφάλια τους, βγάζοντας φρικτές κραυγές.
   Το μεσημέρι αποβιβαστήκαμε και βρεθήκαμε ανάμεσα σε μια ομάδα από ιθαγενείς της Γης του Πυρός. Στην αρχή δεν έδειχναν να είναι φιλικοί· γιατί ώσπου ο πλοίαρχος να μπει επικεφαλής και των άλλων σκαφών, κρατούσαν στα χέρια τους τις σφεντόνες τους. Οπωσδήποτε, γρήγορα τους ευχαριστήσαμε με ασήμαντα δώρα, όπως δένοντας κόκκινες κορδέλες γύρω από τα κεφάλια τους. Τους άρεσαν πάρα πολύ τα μπισκότα μας· ένας όμως από τους άγριους άγγιξε με το δάχτυλό του το παστωμένο κρέας που έτρωγα και νιώθοντάς το μαλακό και κρύο, έδειξε τόση αηδία γι' αυτό όση θα μπορούσα να είχα δείξει κι εγώ για το σαπισμένο λίπος της φάλαινας [σημ.: συνηθισμένη τροφή των ιθαγενών στα αφιλόξενα αυτά μέρη]. Ο Τζίμυ ντρεπόταν βαθύτατα για τους συμπατριώτες του και δήλωσε πως η δική του φυλή ήταν εντελώς διαφορετική, έκανε όμως λάθος σε αξιολύπητο βαθμό. Αυτούς τους άγριους ήταν εύκολο να τους ευχαριστήσεις μα ήταν δύσκολο να τους ικανοποιήσεις. Νέοι και γέροι, άντρες και παιδιά ποτέ δε σταμάταγαν να λένε και να ξαναλένε τη λέξη «γιαμερστσούνερ», που σημαίνει «δώσε μου». Δείχνοντας το κάθε σχεδόν αντικείμενο, το ένα ύστερα από τ’ άλλο, ακόμα και τα κουμπιά των παλτών μας, και λέγοντας συνέχεια την αγαπημένη τους λέξη σ' όσους περισσότερους γινόταν τονισμούς, θα τη χρησιμοποιούσαν στο τέλος με μια ουδέτερη αίσθηση και αφηρημένα θα επαναλάμβαναν «γιαμερστσούνερ». Άμα ύστερα από την πολύ έντονη απαίτηση για κάποιο αντικείμενο, δεν κατάφερναν να το πάρουν, θα γύριζαν προς το μέρος των νεαρών γυναικών ή των μικρών παιδιών και δείχνοντάς τα με το δάχτυλό τους ήταν σαν νά' θελαν να πουν μ' αυτή την πονηρή κίνησή τους, «Αν δε θέλεις να το δώσεις σε μένα, ασφαλώς θα θέλεις να το δώσεις σ' αυτούς».


Ο Χάρτης της Περιοχής

Το Βιβλίο