απόσπασμα: Μ. Καραγάτσης, Περιπλάνηση στον κόσμο - Παρισινές Εικόνες (1952)
Καθώς σιγανεβαίναμε την οδό Μαρτύρων, που σκαρφαλώνει από τη
Νοτρ Νταμ ντε Λορέτ προς τον λόφο της Μονμάρτρης, κοντοστάθηκα κι είπα στον
σοφό φίλο και σύντροφο των παρισινών περιπάτων μου:
— Αυτός ο στενός δρόμος με τα παλιά χαμηλά
σπίτια, τα φτωχικά, με τα λαϊκά μαγαζάκια και τα καροτσάκια των υπαίθριων
πωλητών πλάι στα πεζοδρόμια, με το πλήθος των αμέριμνων και χαρωπών μικροαστών
που τριγυρνάν, που παζαρεύουν, που ψωνίζουν, είναι πραγματικά γοητευτικός!
— Μονάχα γοητευτικός; με ρώτησε ο φίλος χαμογελώντας
πονηρά.
— Ναι, υπάρχει και κάτι άλλο. Ενώ η οδός Μαρτύρων
είναι ένα τυπικό κομμάτι του λαϊκού Παρισιού, έχει κάτι παράξενο στην
ατμόσφαιρά της. Κάτι που θυμίζει Αθήνα — οδό Αθηνάς ή οδό Αιόλου.
— Τη σύγχρονη οδό Αθηνάς; Τη σημερινή οδό Αιόλου;
— Αγαπητέ, μου υποβάλλεις παραπειστικές ερωτήσεις.
Η Αθήνα είναι ένα σύνολο με ιστορική συνέχεια και συνέπεια, από την εποχή του
μυθικού Κόδρου [σημ.: βασιλιάς της Αθήνας κατά την Κάθοδο των Δωριέων
(~1068π.Χ.)] ως τις ημέρες του Κώστα Κοτζιά...
— Σωστά το κατάλαβες. Αλλά το κατάλαβαν κι άλλοι πριν από
σένα· κι ονόμασαν το Παρίσι «Αθήνας των Νεωτέρων Χρόνων».
— Έτερον εκάτερον.
Το ονόμασαν επειδή συνέχισε τη μεγάλη και περίλαμπρη παράδοση των αρχαίων
Αθηνών στα ζητήματα του πνεύματος και της τέχνης.
— Το βρίσκεις
συμπτωματικό αυτό;
— Βεβαίως. Οι λόγοι
είναι καθαρά ιστορικοί.
— Χωρίς να υπάρχει
οργανική συσχέτιση των καταπληκτικά χαρακτηριστικών που παρατηρούμε στις δυο
πόλεις δεν είναι έτσι;
— Έτσι είναι.
— Ξέρεις, αγαπητέ,
η Ιστορία καταντάει κάπως ξερή, όταν τη στηρίζουμε μονάχα στα εξελιγμένα
γεγονότα· όταν δεν παραδεχόμαστε τον θρύλο, τη σύμπτωση, το υπερλογικό σαν
δημιουργικά κι επεξηγηματικά στοιχεία της.
— Άλλο πράμα η
Ιστορία κι άλλο η Φιλολογία...
— Χμ... Όχι και
τόσο... Γνωρίζεις τον λόγο που αυτός ο τόσο αθηναϊκός δρόμος του Παρισιού ονομάζεται
οδός Μαρτύρων;
— Ιδέα δεν έχω.
— Άκου την ιστορία
του, την ανακατεμένη με μεγάλο ποσοστό θρύλου. Κι αν ο ορθολογισμός δεν αποστέγνωσε
το μυαλό και την ψυχή σου, θα καταλάβεις.
— Λέγε το παραμύθι
σου κι υστέρα βλέπουμε.
— Η ιστορία είναι
παλιά — πολύ παλιά. Αρχίζει κάποιο μενεξεδί απομεσήμερο του Α' αιώνα μ.Χ. στον
Άρειο Πάγο, κάτω απ' την Ακρόπολη· τότε που ο Παύλος κηρύσσει στους Αθηναίους τη
θρησκεία του Ιησού. Μήπως, κατά τύχη, θυμάσαι τ' όνομα του πρώτου Αθηναίου που,
συγκλονισμένος απ' τα αποκαλυπτικά λόγια του Αποστόλου, προσεχώρησε στο
Χριστιανισμό;
— Εννοείς τον
Διονύσιο Αρεοπαγίτη; Τον πρώτο επίσκοπο και προστάτη άγιο των χριστιανικών
Αθηνών;
— Ακριβώς. Θυμάσαι
τίποτα απ' τη βιογραφία του;
— Ιστορικώς
ξεκαθαρισμένα στοιχεία δεν υπάρχουν. Ο θρύλος λεει ότι εμαρτύρησε «επί της πυράς»
στην Αθήνα, περί το 98 μ.Χ.
— Ο θρύλος, είπες;
— Ναι, ο θρύλος.
— Τότε, γιατί να
πιστέψουμε αυτόν τον θρύλο κι όχι κάποιον άλλο, εξ ίσου ιστορικώς ανεξέλεγκτο;
Ανάμεσα σε δυο θρύλους, ο πιο γοητευτικός πρέπει να είναι κι ο πιο παραδεκτός.
— Πολύ έξυπνο και χαριτωμένο
το επιχείρημα σου. Συμφωνώ.
— Άκου, λοιπόν, τι
λέει ο άλλος θρύλος. Περί τα τέλη του Α' αιώνα μ.Χ. ο Παύλος έστειλε τον Διονύσιο
Αρεοπαγίτη — δηλαδή τον πρώτο Έλληνα που προσεχώρησε στο Χριστιανισμό, τον
πρώτο Επίσκοπο Αθηνών — να κηρύξει τον Λόγο του Θεού σ' ένα μικρό χωριό της
βορινής Γαλατίας, που το λέγανε τότε Λουτεκία. Ο Διονύσιος έφτασε στη Λουτεκία
μαζί με τους συντρόφους του Ρουστίκο κι Ελευθέριο και ίδρυσε τον πρώτο
χριστιανικό ναό των Παρισίων, όπως ακριβώς ίδρυσε τον πρώτο χριστιανικό ναό
των Αθηνών. Έτσι ο πρώτος Επίσκοπος Αθηνών υπήρξε και πρώτος Επίσκοπος
Παρισίων. Μα ο ρωμαίος πρέφεκτος φοβερός χριστιανομάχος, διέταξε να συλλάβουν
και να εκτελέσουν τον Διονύσιο και τους δύο συντρόφους του. Έτσι ένα πρωί του Οκτωβρίου,
ο πρώτος Επίσκοπος Αθηνών και Παρισίων, έχοντας κοντά τον Ρουστίκο και τον
Ελευθέριο και πλαισιωμένος από ρωμαίους λεγεωνάριους, ανέβηκε τον δρόμο που οδηγούσε
στην κορυφή της Μονμάρτρης — τούτο ακριβώς τον δρόμο που ανεβαίνουμε τώρα κι εμείς.
Ο φίλος μου σώπασε
και σταμάτησε. Είχαμε φτάσει στο τέρμα της ανηφοριάς, εκεί που η οδός Μαρτύρων
καταλήγει και σμίγει με την οδό Αντουανέτ.
— Σε τούτο το
μέρος, συνέχισε ο πολύξερος σύντροφός μου, υπήρχε, τότε, ένας ναός του Έλληνα
θεού Ερμή. Καθώς βλέπεις, οι θεοί των Ελλήνων υπήρξαν πριν απ' τον Χριστό και
θεοί των Παρισινών... Μπροστά λοιπόν στα σκαλοπάτια του έλληνα θεού, ο δήμιος
απεκεφάλισε τον πρώτο έλληνα χριστιανό και πρώτο Επίσκοπο Αθηνών και Παρισίων.
Και τότε γίνηκε το θαύμα! Ο ακέφαλος Διονύσιος σηκώθηκε απ' το χώμα, έσκυψε,
πήρε το κομμένο κεφάλι του κι άρχισε να περπατάει. Το θέαμα ήταν τόσο τρομακτικό,
ώστε το πλήθος που παρακολουθούσε την εκτέλεση έφυγε πανικόβλητο. Ο Διονύσιος
κρατώντας πάντα το κεφάλι του, έφτασε στην κρήνη του λόφου — που βρισκόταν στη
σημερινή πλατεία Κονσταντέν Πεκέρ — και το έπλυνε προσεκτικά με άφθονο καθαρό
νερό. Ύστερα συνέχισε τη φοβερή πορεία του. Περπάτησε έξι χιλιάδες βήματα κατά
τον βοριά, ως το σημείο όπου κατοικούσε η Κάτουλλα, η πρώτη χριστιανή του
Παρισιού. Εκεί. μπροστά, στα πόδια της άγιας γυναίκας, ο Διονύσιος έπεσε νεκρός.
Η Κάτουλλα φρόντισε κι έθαψε τον Διονύσιο στον κηπάκο του σπιτιού της.
Αργότερα, όταν ο Χριστιανισμός θριάμβευσε, οι πιστοί έκτισαν ναό περίλαμπρο
πάνω στον τάφο του Διονυσίου. Εδώ σταματάει ο θρύλος κι αρχίζει η Ιστορία, η
οποία δεν έχει στοιχεία αρκετά για ν' ανατρέψει τον θρύλο. Κι η Ιστορία λέει
ότι ο έλληνας — ο αθηναίος — άγιος Διονύσιος διαμοιράσθηκε, μαζί με τον
Αρχάγγελο Μιχαήλ, την υψηλή προστασία της Χριστιανικής Γαλλίας· πως οι Γάλλοι
τον ανακήρυξαν εθνικό τους άγιο· πως γύρω απ' το σεπτό του λάβαρο
συνειδητοποίησαν την εθνική τους ενότητα· πως ακολουθώντας το ίδιο λάβαρο στα πεδία
των μαχών, συνέτριψαν τους εχθρούς τους· πως οι βασιλείς της Γαλλίας θεώρησαν
υψίστη τιμή να ταφούν, μετά θάνατο, στον ναό του Αγίου Διονυσίου, πλάι στη σορό
του Έλληνα που τους δίδαξε την πίστη του Ιησού και τους οδήγησε στα υψηλά
πεπρωμένα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού· του πρώτου χριστιανού της
Ελλάδος, που η θεία πρόνοια θέλησε να είναι κι ο πρώτος χριστιανός της Γαλλίας.
Κατάλαβες;
— Κατάλαβα. Αγνοείς
όμως ότι οι νεότερες ιστορικές έρευνες αποκλείουν ότι ο άγιος Διονύσιος των
Γάλλων είναι ο ίδιος με τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη...
Ο σοφός φίλος μου
γύρισε και με κοίταξε με οικτιρμό.
— Όχι, δεν το
αγνοώ, μου αποκρίθηκε. Αλλά κατά τι μπορεί η ιστορική αλήθεια να μεταλλάξει τη
σημασία του θρύλου; Αν δεν γελιέμαι, η Ιστορία παραδέχεται ότι ο Διονύσιος
των Γάλλων δεν ήταν Γαλάτης, ιθαγενής, αλλά ξένος, σταλμένος από τον χριστιανικό
κόσμο της Ρώμης, τον Γ' αιώνα, να εκχριστιανίσει τους Γαλάτες.
— Ακριβώς.
— Κι αυτός ο μη
Γαλάτης, ο αλλοδαπός, ο σταλμένος από τους χριστιανούς της Ρώμης, λεγόταν
Διονύσιος· δηλαδή είχε όνομα καθαρά ελληνικό. Συνεπώς υπάρχουν ενενηνταεννιά
πιθανότητες στις εκατό να ήταν Έλλην.
— Το λογικό
επιχείρημά σου είναι ατράνταχτο.
— Κατά τι λοιπόν η
ιστορική αλήθεια ανατρέπει την ουσία του θρύλου; Κι ως εκ τούτου γιατί να μην
υιοθετήσουμε τον θρύλο τον απείρως γοητευτικότερο από την όχι και τόσο ελεγμένη
ιστορική αλήθεια;
Δεν αποκρίθηκα. Τα
επιχειρήματα τού σοφού φίλου με αφόπλισαν, με έπεισαν. Εκείνος χαμογέλασε και
συνέχισε να μιλάει:
— Η οδός Μαρτύρων,
είπες, πως σου θυμίζει την οδό Αθηνάς. Διόλου παράξενο! Ποιός μας λέει ότι πριν
ονομαστεί οδός Μαρτύρων, δεν λεγόταν οδός Αθηνάς, Ερμού ή Αφροδίτης; Οι έλληνες
θεοί κυριαρχούσαν στο Παρίσι, πριν έρθουν να βασιλέψουν οι έλληνες άγιοι...
Έτσι μιλώντας,
είχαμε φτάσει μπροστά στον ναό της Αγίας Καρδίας, στην κορυφή της Μονμάρτρης.
— Μονμάρτρη, είπε ο
φίλος μου. Παραφθορά των λατινικών λέξεων Μόνς Μάρτυρουμ: Όρος των Μαρτύρων. Των
ελλήνων Μαρτύρων...
Μου έδειξε την
τεράστια πολιτεία που ξαπλωνόταν κάτω απ' τα μάτια μας [...]