περιοχή: Δορδόνη, Ακουιτανία, Γαλλία
απόσπασμα: μεταφρασμένο από το βιβλίο του Αλαίν ντε Μποττόν "Η Παρηγοριά της Φιλοσοφίας" (2001)
Στη νοτιοδυτική Γαλλία, στην κορυφή ενός κατάφυτου λόφου, 48 χιλιόμετρα ανατολικά του Μπορντό, βρισκόταν ένα πανέμορφο κάστρο από κίτρινη πέτρα, με σκουροκόκκινες στέγες.απόσπασμα: μεταφρασμένο από το βιβλίο του Αλαίν ντε Μποττόν "Η Παρηγοριά της Φιλοσοφίας" (2001)
Επρόκειτο για την κατοικία ενός μεσήλικα ευγενούς, της συζύγου του, Φρανσουάζ, της κόρης του, Λεονόρ, των υπηρετών και των ζώων τους (κότες, κατσίκες, σκυλιά και άλογα). Ο παππούς τού Μισέλ ντε Μονταίνι είχε αγοράσει το ακίνητο το 1477 από τα έσοδα της οικογενειακής επιχείρησης με παστά ψάρια, ο πατέρας του είχε προσθέσει κάποιες πτέρυγες, επεκτείνοντας και την καλλιεργήσιμη γη, και ο γιος ανέλαβε τα ηνία από την ηλικία των τριάντα πέντε, αν και ενδιαφερόταν ελάχιστα για την οικιακή διαχείριση ενώ δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα από καλλιέργειες («δύσκολα μπορώ να διακρίνω ανάμεσα στα λάχανα και στα μαρούλια του κήπου μου»).
Προτιμούσε να περνάει τον χρόνο του στην κυκλική βιβλιοθήκη στον τρίτο όροφο του πύργου, σε μία από τις γωνίες του κάστρου: «Εκεί περνάω και τις περισσότερες μέρες της ζωής μου, και τις περισσότερες ώρες της μέρας».
Η βιβλιοθήκη είχε τρία παράθυρα («με πλούσια και ελεύθερη θέα», σύμφωνα με την περιγραφή του Μονταίνι), ένα γραφείο, μία καρέκλα και, σε πέντε κλίμακες από ημικυκλικά ράφια, χίλιους περίπου τόμους φιλοσοφίας, ιστορίας, ποίησης και θεολογίας. Εδώ ο Μονταίνι διάβασε την αταλάντευτη αγόρευση του Σωκράτη («ο σοφότερος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ») στους ανυπόμονους ένορκους της Αθήνας σε μία λατινική έκδοση του Πλάτωνα μεταφρασμένη από τον Μαρσίλιο Φιτσίνο · εδώ διάβασε το όραμα περί ευτυχίας του Επίκουρου στους Βίους του Διογένη Λαέρτιου και στο Για την φύση των πραγμάτων του Λουκρήτιου, σε επιμέλεια Ντενύ Λαμπέν του 1563 · και εδώ διάβαζε και ξαναδιάβαζε τον Σενέκα («έναν συγγραφέα με «αξιοσημείωτο για τις διαθέσεις μου πλεονέκτημα») σε μία νέα έκδοση των έργων του, τυπωμένη στη Βασιλεία το 1557.
Είχε μυηθεί στους κλασικούς από μικρός. Πρώτη γλώσσα που έμαθε ήταν τα λατινικά. Ήδη στην ηλικία των επτά ή οκτώ είχε διαβάσει τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Πριν κλείσει τα δεκάξι είχε αγοράσει έργα του Βιργιλίου και γνώριζε λεπτομερώς την Αινειάδα όπως και τους Τερέντιο, Πλαύτο και τα Απομνημονεύματα του Καίσαρα. Και τέτοια ήταν η αφοσίωσή του σε αυτά τα βιβλία, ώστε, αφότου εργάστηκε ως σύμβουλος στο κοινοβούλιο του Μπορντό επί δεκατρία χρόνια, αποσύρθηκε θέλοντας να αφοσιωθεί πλήρως σε αυτά. Το διάβασμα αποτελούσε την παρηγοριά της ζωής του:
Με παρηγορεί στα γεράματα και στη μοναξιά. Με απαλλάσσει από το βάρος μιας πληκτικής αργίας· και με απελευθερώνει κάθε στιγμή από τις συντροφιές που με δυσαρεστούν. Αμβλύνει τις αιχμές του πόνου, όταν δεν είναι εξαιρετικά έντονος και κυριαρχικός. Για να διασκεδάσω τον εαυτό μου από κάποια κακοκεφιά, δεν έχω παρά να καταφύγω στα βιβλία.Όμως τα ράφια της βιβλιοθήκης, που φανέρωναν έναν δίχως όρια θαυμασμό για τον κόσμο της σκέψης, δεν έλεγαν όλη την ιστορία. Χρειαζόταν κανείς να ρίξει μία πιο προσεκτική ματιά τριγύρω στη βιβλιοθήκη, να σταθεί στη μέση του χώρου και να ανασηκώσει το κεφάλι προς το ταβάνι: στα μέσα της δεκαετίας του 1570 ο Μονταίνι έβαλε να γράψουν στα ξύλινα δοκάρια πενήντα επτά σύντομα αποσπάσματα παρμένα από τη Βίβλο και τα κλασικά κείμενα, που υπαινίσσονταν τη βαθιά του επιφύλαξη για τα οφέλη της σκέψης:
Να μη σκέφτεσαι τίποτα, είναι η μόνη κι η πιο μεγάλη στη ζωή ευτυχία, [ως να μάθης τι' ναι η χαρά κι η λύπη.]
– Σοφοκλής [σ.σ. από μονόλογο του Αίαντα στην ομώνυμη τραγωδία].
Είδες άνθρωπο σοφό στα δικά του μάτια; Περισσότερη ελπίδα υπάρχει για τον άφρονα παρά για αυτόν.
– Παροιμίες 26:12
Τίποτα πιο βέβαιο από την αβεβαιότητα · τίποτα πιο ανεπαρκές και πιο ξιπασμένο από τον άνθρωπο.
– Πλίνιος
Όσο και αν εργάζονται σκληρά οι άνθρωποι αναζητώντας, ωστόσο δεν το ανακαλύπτουν [το έργο του Θεού]. Ακόμη και αν πουν ότι είναι αρκετά σοφοί ώστε να γνωρίσουν, δεν θα μπορέσουν να το ανακαλύψουν.[...]
– Εκκλησιαστής 8:17
Κάτω από τις ζωγραφισμένες δοκούς, ο Μονταίνι είχε σκιαγραφήσει ένα νέο είδος φιλοσοφίας, η οποία αναγνώριζε πόσο απείχαμε από τα λογικά, γαλήνια πλάσματα που η πλειοψηφία των αρχαίων στοχαστών θεωρούσε ότι είμαστε. Ως επί το πλείστον ήμασταν υστερικοί και παράφρονες, χυδαίες και ταραγμένες ψυχές, δίπλα στις οποίες τα ζώα ήταν από πολλές απόψεις υπόδειγμα υγείας και αρετής – μία θλιβερή πραγματικότητα που η φιλοσοφία είχε υποχρέωση να απεικονίζει, αν και σπάνια το έκανε:
Η ζωή μας είναι εν μέρει ανοησία και εν μέρει σωφροσύνη. Όποιος γράφει για τη ζωή με σεβασμό και σύμφωνα με τους κανόνες, αφήνει πίσω του περισσότερο από το μισό.Κι όμως, αν αποδεχόμασταν τις αδυναμίες μας και παύαμε να επικαλούμαστε μία ανωτερότητα την οποία δεν διαθέταμε, σίγουρα θα ανακαλύπταμε – σύμφωνα με τη γενναιόδωρη, παρηγορητική φιλοσοφία του Μονταίνι – ότι τελικά θα συνεχίζαμε να είμαστε επαρκείς με τον δικό μας ξεχωριστό – εν μέρει σώφρονα και εν μέρει κουφιοκέφαλο – τρόπο.
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο
σημείωση: Ο Μονταίνι, φυσικά, δεν ακύρωνε την αξία της Φιλοσοφίας. Πίστευε όμως πως χρειάζεται να λάβει πιο σοβαρά υπόψη τις πιο ταπεινές ή ευτελείς – συχνά όμως επιτακτικές και πάντα παρούσες – πλευρές μας. Στα "Δοκίμιά" του (εκδόθηκαν στο Μπορντό τη δεκαετία του 1580) θέλησε να δώσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ανθρώπινης φύσης. Αντίθετα με αυτό που έως τότε συνήθιζαν οι συγγραφείς, έγραψε με αφοπλιστική ειλικρίνεια για άκρως προσωπικά θέματα.
Ο Μονταίνι θαύμαζε τον Σωκράτη και τις ιδέες του Επίκουρου. Υποστήριζε την αξία της λογικής ανάλυσης, όμως σιχαινόταν τη σεμνοτυφία και την προκατάληψη. Είχε μελετήσει αρκετά ώστε να μην παραδέχεται κανενός είδους αυθεντία. Είχε επίσης ταξιδέψει αρκετά στην Ευρώπη του 16ου αιώνα, ώστε να γνωρίζει ότι η σοφία, όπως δεν είναι δυνατόν να προέλθει από ένα μόνο μυαλό, δεν μπορεί και να βρεθεί στην νοοτροπία και την κουλτούρα ενός μόνο τόπου.
Ένα από τα επιγράμματα στο ταβάνι της βιβλιοθήκης του ίσως να είναι το πιο αντιπροσωπευτικό της στάσης του στη ζωή
Homo sum, humani a me nihil alienum puto
Άνθρωπος είμαι και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο.
– Τερέντιος