απόσπασμα: μεταφρασμένο από έκδοση στα αγγλικά του οδοιπορικού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν "Το Παζάρι του Ποιητή", (1871)
![]() |
πηγή |
Στην πόλη της Φλωρεντίας, όχι μακριά από την Πλατεία του Μέγα Δούκα [1], υπάρχει ένας μικρός δρόμος · νομίζω πως λέγεται Πόρτα Ρόσσα (Porta Rossa). Σε αυτό το δρόμο, μπροστά σε ένα είδος παζαριού [2], όπου πουλούν λαχανικά, βρίσκεται ένα καλοσμιλεμένο μπρούτζινο άγαλμα ενός αγριόχοιρου. Κρυστάλλινο, δροσερό νερό τρέχει από το στόμα του ζώου, που έχει γίνει σκουροπράσινο απ' τα χρόνια. Μόνο το ρύγχος του λάμπει σα να τό’ χαν καλογυαλίσει · γίνεται έτσι από τις εκατοντάδες παιδιά και τους αλήτες τού δρόμου που το ακουμπούν με τα χέρια τους και φέρνουν το στόμα τους στο στόμα του ζώου για να πιουν. Είναι μια τέλεια εικόνα να βλέπει κανείς αυτό το καλοσχηματισμένο ζώο να αγκαλιάζεται από ένα όμορφο, μισόγυμνο αγόρι, που βάζει το αξιαγάπητο στοματάκι του στο ρύγχος του.
Όποιος επισκέπτεται τη Φλωρεντία θα βρει εύκολα το μέρος · αρκεί να ρωτήσετε τον πρώτο ζητιάνο, που θα δείτε, για τον "Μπρούτζινο Αγριόχοιρο" και θα σας πει.
Ήταν αργά ένα χειμωνιάτικο βράδυ. Τα βουνά ήταν καλυμμένα με χιόνι, όμως είχε φεγγαράδα · και το φεγγάρι στην Ιταλία δίνει ένα φως, που είναι τόσο καλό όσο το καλύτερο φως μιας συννεφιασμένης χειμωνιάτικης μέρας στο Βορρά – μπα, είναι ακόμα καλύτερο, γιατί εδώ ο ήλιος λάμπει και ο αέρας εξυψώνει, ενώ στο Βορρά αυτή η κρύα, γκρίζα, μολυβένια σκεπή μάς πιέζει πάνω στο χώμα · το υγρό, κρύο χώμα, που κάποια στιγμή θα πιέσει το φέρετρό μας.
Εκεί πιο πέρα, στον κήπο του Παλατιού του Δούκα – όπου χιλιάδες τριαντάφυλλα ανθίζουν στη διάρκεια του χειμώνα – ένα μικρό, κουρελιάρικο αγόρι είχε κάτσει όλη μέρα κάτω απ’ τον ίσκιο ενός πεύκου. Ήταν ένα αγόρι που θα μπορούσε να είναι η εικόνα της Ιταλίας · τόσο όμορφη, τόσο πρόσχαρη, και όμως τόσο βασανισμένη. Ήταν πεινασμένο και διψασμένο · κανείς δεν τού' χε δώσει ούτε μισή δεκάρα και, όταν σκοτείνιασε και ο κήπος θα έκλεινε, ο φύλακας το κυνήγησε να φύγει. Στεκόταν ώρα πολλή στη γέφυρα πάνω από τον Άρνο, κάνοντας όνειρα και κοιτώντας τ΄ άστρα, καθώς αυτά λαμπύριζαν στο νερό ανάμεσα στον ίδιο και την αριστοκρατική μαρμάρινη γέφυρα Ντέλια Τρινιτά (Delia Trinita) [3].
Έσυρε τα βήματά του προς τον Μπρούτζινο Αγριόχοιρο · γονάτισε στο ένα πόδι, πέρασε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του, έβαλε το στοματάκι του στο ρύγχος του και κατέβασε μια γερή γουλιά από το δροσερό νερό. Εκεί δίπλα ήταν πεταμένα μαρουλόφυλλα και λίγα κάστανα – αυτά ήταν το βραδινό του. Δεν υπήρχε ψυχή στο δρόμο · ήταν πολύ μοναχικά. Κάθισε πάνω στη ράχη του χοίρου, έσκυψε μπροστά για ν’ ακουμπήσει το σγουρό κεφάλι του πάνω στο κεφάλι τού ζώου και, πριν το καταλάβει, το πήρε ο ύπνος.
Ήταν μεσάνυχτα. Το μπρούτζινο άγαλμα μετακινήθηκε · το άκουσε πολύ καθαρά να λέει «Κρατήσου γερά, μικρέ, γιατί τώρα αρχίζω να τρέχω !» και φύγανε μαζί. Ήταν μια διασκεδαστική βόλτα.
Το πρώτο μέρος που βρέθηκαν ήταν η Πλατεία του Μέγα Δούκα και το μπρούτζινο άλογο που κουβαλούσε το άγαλμα του Δούκα χλιμίντρισε δυνατά. Οι ποικιλόχρωμοι θυρεοί του ιστορικού Μεγάρου του Συμβουλίου [4] λάμπανε σαν διάφανοι πίνακες ζωγραφικής και ο Δαβίδ [5] του Μιχαηλ Άγγελου στριφογύρισε την σφεντόνα του. Ήταν ένα αλλόκοτο έμβιο ον που κινιόταν ! Τα μπρούτζινα συμπλέγματα με τον Περσέα και η Αρπαγή των Σαβίνων Γυναικών έσφυζαν από ζωή – μια κραυγή φρίκης από τις γυναίκες διαπέρασε το μεγαλοπρεπές και έρημο μέρος [6].
Ο Μπρούτζινος Αγριόχοιρος σταμάτησε δίπλα στο Ανάκτορο των Γραφείων [7], στη στοά όπου μαζευόταν η αριστοκρατία κατά τη διάρκεια των εορτασμών του Καρναβαλιού.
«Κρατήσου γερά !» είπε το ζώο, «Κρατήσου γερά ! γιατί τώρα ανεβαίνουμε τις σκάλες». Το αγόρι – μισοφοβισμένο, μισοχαρούμενο – δεν έβγαλε άχνα.
Βρέθηκαν σε μια μακρόστενη σάλα · την ήξερε καλά, καθώς είχε ξανάρθει εδώ. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με έργα ζωγραφικής και υπήρχαν στημένα αγάλματα και προτομές. Όλα ήταν μέσα στο πιο δυνατό φως, ακριβώς σα νά’ ταν μέρα. Έγιναν πιο έξοχα όμως, μόλις άνοιξε η πόρτα ενός από τα πλαϊνά δωμάτια. Ο μικρός θυμήθηκε το μεγαλείο που υπήρχε μέσα, όμως αυτό το βράδυ το καθετί βρισκόταν στην πιο ελκυστική λαμπρότητά του.
Εδώ στεκόταν μια όμορφη γυμνή γυναίκα · τόσο όμορφη όσο μόνο η φύση και ο σπουδαιότερος μαέστρος του μαρμάρου μπορούσαν να την κάνουν. Κινούσε τα κομψά της άκρα, δελφίνια έπαιζαν γύρω στα πόδια της, αθανασία ακτινοβολούσε απ΄ τα μάτια της. Ο κόσμος τη φωνάζει "Αφροδίτη των Μεδίκων". Δεξιά κι αριστερά της υπήρχαν πολλά μαρμάρινα συμπλέγματα, σε καθένα από τα οποία το πνεύμα της ζωής είχε εισχωρήσει στην πέτρα. Υπήρχαν γυμνοί, καλοφτιαγμένοι άντρες : ένας που ακονίζει το ξίφος ονομάζεται "Τροχιστής" · οι "Παλαιστές" που αγωνίζονται είναι το άλλο – το ξίφος ακονίζεται, οι αντίπαλοι παλεύουν για χάρη της Θεάς της Ομορφιάς.
Το αγόρι είχε σχεδόν τυφλωθεί απ’ όλη αυτή τη λάμψη · οι τοίχοι φεγγοβολούσαν χρώματα και όλα ήταν ζωντανά και κινούνταν εκεί μέσα. Η διπλή εικόνα της Αφροδίτης βρισκόταν εδώ : αυτή την εγκόσμια Αφροδίτη – τόσο ζωντανή και φλογερή – είχε ο Τιτσιάνο αποτυπωμένη στην καρδιά του. Ήταν παράξενο να το βλέπει κανείς. Ήταν δυο όμορφες γυναίκες · τα όμορφα, γυμνά τους άκρα απλώνονταν σε μαλακά μαξιλάρια, τα στήθη τους ανασηκώνονταν, και τα κεφάλια τους κινούνταν για ν’ αφήσουν τις πλούσιες μπούκλες να πέσουν πάνω στους λείους τους ώμους · τα σκούρα τους μάτια όμως αποκάλυπταν τις λαμπρές σκέψεις μέσα τους. Παρ΄ όλα αυτά, ούτε μια από τις εικόνες δεν τολμούσε να αφήσει τελείως το κάδρο. Ακόμα και η ίδια η Θεά της Ομορφιάς, οι Παλαιστές και ο Τροχιστής, παρέμεναν στη θέση τους, καθώς το μεγαλείο που ακτινοβολούσε από την Παναγία, το Χριστό και τον Ιωάννη τούς είχε καθηλώσει. Οι άγιες εικόνες δεν ήταν πλέον εικόνες · ήταν τα ίδια τα άγια πρόσωπα [8].
Από αίθουσα σε αίθουσα, τι λαμπρότητα ! τι ομορφιά ! και το μικρό αγόρι είδε τα πάντα. Ο Μπρούτζινος Αγριόχοιρος προχώρησε βήμα-βήμα ανάμεσα σε όλο το μεγαλείο και τη δόξα. Όμως ένα έκθεμα ξεχώρισε απ’ τα υπόλοιπα · μια μοναδική εικόνα αιχμαλώτισε το μυαλό του. Ήταν εξαιτίας των ικανοποιημένων και χαρούμενων παιδιών που βρισκόντουσαν εκεί πάνω στον τοίχο · το μικρό αγόρι τούς είχε γνέψει κάποτε στο φως της μέρας.
Το αγόρι κοίταξε αυτόν τον πίνακα περισσότερο απ΄ οποιονδήποτε άλλο. Ο Μπρούτζινος Αγριόχοιρος στάθηκε ακίνητος μπροστά του · ένας γλυκός αναστεναγμός ακούστηκε – να ήρθε άραγε από τον πίνακα ή από το στήθος του ζώου ; Το αγόρι άπλωσε τα χέρια προς τα χαμογελαστά παιδιά. Μετά το ζώο ξεκίνησε μαζί του και έφυγαν διασχίζοντας το μακρύ προθάλαμο.
«Σ' ευχαριστώ, και νά΄ σαι καλά ευγενικό ζώο !» είπε το μικρό αγόρι και χάιδεψε τον Μπρούτζινο Αγριόχοιρο, που μ’ ένα εγκάρδιο μούγκρισμα δρασκέλισε προς τα κάτω τις σκάλες μαζί του.
«Σ’ ευχαριστώ, και νά’ σαι καλά και συ» είπε το ζώο, «Σε βοήθησα και με βοήθησες, μιας και μόνο μ’ ένα αγνό παιδί στην πλάτη μου βρίσκω τη δύναμη να τρέξω. Όμως όχι, δε θα τολμήσω στο φως τού καντηλιού να πλησιάσω μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Μπορώ να σε πάω παντού όπου θες, αλλά όχι μέσα στην εκκλησία. Αν είσαι μαζί μου όμως, μπορώ να κοιτάξω από την ανοιχτή πόρτα. Μη κατέβεις από την πλάτη μου · αν το κάνεις, θα χάσω τη ζωή μου και θα γίνω όπως με βλέπεις τη μέρα στην Πόρτα Ρόσσα.
«Θα μείνω μαζί σου, ευλογημένο μου ζώο», είπε το μικρό αγόρι και φύγανε μακριά σκίζοντας τον αέρα μέσα απ΄ τους δρόμους της Φλωρεντίας, ώσπου βγήκανε στη μεγάλη πλατεία μπροστά στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.
Τα φύλλα της βαριάς πόρτας άνοιξαν διάπλατα · φώτα έλαμψαν από το ιερό μέσα απ’ την εκκλησία μέχρι την έρημη πλατεία.
Ένα αλλόκοτο φως ακτινοβόλησε από ένα μνημείο στο αριστερό κλίτος · χιλιάδες κινούμενα άστρα σχημάτισαν ένα θαύμα γύρω του εκεί που βρισκόταν. Ένα σύμβολο υπήρχε πάνω στον τάφο : μια κόκκινη σκάλα σε μπλε φόντο φαινόταν να λάμπει σα φωτιά. Ο τάφος ήταν του Γαλιλαίου. Είναι ένα απέριττο μνημείο, όμως η κόκκινη σκάλα στον μπλέ φόντο είναι ένα σημαντικό σύμβολο. Σα νά’ ταν καθαυτό καλλιτεχνικό δημιούργημα, στον τάφο όλα δείχνουν προς τα πάνω, προς μια λαμπρή σκάλα που οδηγεί στον ουρανό και πουθενά αλλού. Όλοι οι ιδιοφυείς προφήτες πηγαίνουν στον ουρανό – σαν τον προφήτη Ηλία.
Στο δεξιό κλίτος του ναού κάθε άγαλμα πάνω στις θαυμάσιες σαρκοφάγους φαινόταν να έχει τη χάρη της ζωής. Εδώ βρισκόταν ο Μιχαήλ Άγγελος, και κει ο Δάντης, με το δάφνινο στεφάνι γύρω στο μέτωπό του. Αυτοί οι μεγάλοι άντρες – η περηφάνια της Ιταλίας, μαζί με τον Αλφιέρι και τον Μακιαβέλι – κείτονται εδώ δίπλα-δίπλα. Είναι μια όμορφη εκκλησία, κάτι πολύ περισσότερο από ένας μαρμάρινος καθεδρικός, αν και όχι ιδιαίτερα μεγάλος [10].
Ήταν σαν τα μαρμάρινα άμφια ν’ ανέμιζαν · σαν αυτές οι μεγάλες μορφές να ύψωναν το κεφάλι τους με περισσότερη αξιοπρέπεια από ποτέ και να κοιτούσαν, μες σε ψαλμούς και μουσική, το βαθύ σκοτάδι προς το πολύχρωμο κι ακτινοβόλο ιερό, όπου αγόρια με λευκούς χιτώνες κουνούσαν χρυσά θυμιατά – η δυνατή ευωδία ξεχύθηκε από την εκκλησία στη μεγάλη πλατεία.
Το αγόρι άπλωσε το χέρι του προς το ακτινοβόλο φως, και την ίδια στιγμή ο Μπρούτζινος Αγριόχοιρος πήδηξε μαζί του προς τα έξω. Έπρεπε να γραπωθεί γερά πάνω του · ο αέρας σφύριξε στ΄ αυτιά του · άκουσε τις πόρτες του ναού να τρίζουν στους μεντεσέδες κλείνοντας. Την ίδια στιγμή όμως φάνηκε να χάνει τις αισθήσεις του · ένιωσε ψύχος παγερό και άνοιξε τα μάτια του.
Είχε ξημερώσει. Καθόταν μισοπεσμένο απ’ τον Μπρούτζινο Αγριόχοιρο, που στεκόταν εκεί όπου πάντα ήτανε, στη οδό Πόρτα Ρόσσα [11].
[...]
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο
παραπομπές:
[2] Η Λότζια ντελ Μερκάτο Νουόβο (Loggia del Mercato Nuovo, η Στοά της Νέας Αγοράς), ευρύτερα γνωστή με το όνομα Λότζια ντελ Πορτσελλίνο, από το μπρούτζινο άγαλμα που βρίσκεται εκεί. Η οδός Πόρτα Ρόσσα διασχίζει τη βόρεια πλευρά της αγοράς, εκεί όπου βρισκόταν ο "Πορτσελλίνο" αρχικά – αργότερα μεταφέρθηκε στη νότια πλευρά.
[4] Το Παλάτσο Βέκιο (Palazzo Vecchio), το "Παλαιό Παλάτι", χτισμένο από τις αρχές του 14ου αιώνα ως ανακτορικό φρούριο, το οποίο τα χρόνια τής Φλωρεντινής Δημοκρατίας στέγαζε το Συμβούλιο των αντιπροσώπων των διάφορων φατριών. Αρχικά ονομαζόταν Παλάτσο ντελ Πόπολο (Palazzo del Popolo, Παλάτι των Πολιτών) και αργότερα Παλάτσο ντέλλα Σινιορία (Palazzo della Signoria, Παλάτι της Κυβέρνησης). Όταν το 1537 έγινε Δούκας ο Κόζιμο Α΄ των Μεδίκων μετονομάστηκε σε Παλάτσο Ντουκάλε (Palazzo Ducale, Παλάτι του Δούκα) και όταν αυτός μετέφερε την κατοικία του στο Παλάτσο Πίττι, έγινε το "Παλαιό Παλάτι". Σήμερα στεγάζει το Δημαρχείο της πόλης.
[5] Το άγαλμα είναι αντίγραφο του αριστουργήματος του Μικελάντζελο, το οποίο και αντικατέστησε το 1910. Το πρωτότυπο βρίσκεται από το 1873 στην Γκαλερία ντελ Ακαντέμια (Galleria dell'Accademia, Πινακοθήκη της Ακαδημίας).
Το άγαλμα του Περσέα είναι του Μπενβενούτο Τσελίνι και αναπαριστά τον ήρωα νά' χει μόλις αποκεφαλίσει τη Μέδουσα. Το άλλο, από τον Τζιαμπολόνια, είναι μια μυθολογική σκηνή της αρπαγής γυναικών της ντόπιας φυλής των Σαβίνων από τους πρώτους Ρωμαίους.
Κάποια άλλα αριστουργήματα της στοάς είναι α) ο Μενέλαος με το νεκρό σώμα του Πάτροκλου, β) η πάλη του Ηρακλή με τον κένταυρο Νέσσο, γ) η αρπαγή της Πολυξένης, και δ) τα δύο μαρμάρινα λιοντάρια των Μεδίκων εκατέρωθεν των σκαλοπατιών.
[8] Ο Άντερσεν πιθανότατα περιγράφει εκθέματα στην αίθουσα Τριμπούνα στα Ουφίτσι. Η οκταγωνική Τριμπούνα υπήρξε εκθεσιακός χώρος με τα πολυτιμότερα έργα τέχνης των Μεδίκων, πολύ πριν το ανάκτορο γίνει μουσείο.
Το μαρμάρινο άγαλμα της θεάς Αφροδίτης του 1ου π.Χ. αιώνα ακολουθεί το πρότυπο της "Αφροδίτης της Κνίδου" του Πραξιτέλη. Με τη σειρά του, αποτέλεσε πρότυπο για την εικόνα της θεάς στο διάσημο πίνακα του Μποτιτσέλι. Υπήρξε το άγαλμα της Αφροδίτης με τα περισσότερα αντίγραφα, πριν επισκιαστεί από αυτό της "Αφροδίτης της Μήλου". Στην Τριμπούνα το άγαλμα πλαισιώνεται από ρωμαϊκά μαρμάρινα αντίγραφα αρχαιοελληνικών αγαλμάτων, σε δύο από τα οποία γίνεται αναφορά εδώ.
[9] Πρόκειται για τον πίνακα 'Ο Χριστός στον Προθάλαμο της Κόλασης' που δημιουργήθηκε το 1552 για το τέμπλο του παρεκκλησίου Τζανκίνι στη Σάντα Κρότσε. Το 1821 δόθηκε στην Πινακοθήκη των Ουφίτσι, όπου και εκτίθετο – σύμφωνα με κατάλογο του 1897 – στις αίθουσες της σχολής της Τοσκάνης, δίπλα στην Τριμπούνα. Το έργο βρισκόταν ξανά στην Σάντα Κρότσε στις πλημμύρες τού 1966, όπου και υπέστη εκτεταμένες φθορές, όμως εκτίθεται πια αποκατεστημένο.
[11] Το άγαλμα που αρχικά τοποθετήθηκε στη Στοά φτιάχτηκε τη δεκαετία του 1630 και ήταν αντίγραφο ενός μαρμάρινου ελληνιστικού αγάλματος του Καλυδώνιου Κάπρου, που οι Μέδικοι απέσπασαν από τη Ρώμη τον 16ο αιώνα. Η σύγχρονη έκδοσή του φτιάχτηκε το 1998, ενώ αντικαταστάθηκε και πάλι το 2008. Το πρωτότυπο εκτίθεται στο μουσείο των Ουφίτσι.