απόσπασμα: μεταφρασμένο από ταξιδιωτικό ρεπορτάζ τής Ιντιπέντεντ (Νοέμβριος 2013)
| πηγή |
σημείωση: Όταν δημοσιεύτηκε 'Ο Ξένος' του Αλμπέρ Καμύ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ σε μια ανάλυση του βιβλίου έγραψε:«'Ο Ξένος' είναι ένα κλασικό έργο, ένα μεθοδικό έργο που γράφτηκε για το παράλογο και κόντρα στο παράλογο. Είναι όντως αυτή η πρόθεση του συγγραφέα ; Δεν ξέρω. Απλά παρουσιάζω την άποψη του αναγνώστη.»
«Οι ακαδημαϊκοί νομίζουν ότι γνωρίζουν τα πάντα για τον πατέρα μου. Όμως δεν έχουν πάντα δίκιο. Στην πραγματικότητα, σπάνια έχουν δίκιο.» Η Κατερίνα Καμύ, η κόρη τού Αλμπέρ Καμύ, γέλασε συγκρατημένα από το τηλέφωνο.
Ο πατέρας της, ο διάσημος συγγραφέας και φιλόσοφος, γεννήθηκε πριν από 100 χρόνια, στις 7 Νοεμβρίου του 1913, γι' αυτό έκανα μια προσκυνηματική επίσκεψη στην πόλη του, το Αλγέρι, το επονομαζόμενο 'Λα Μπλανς' (La Blanche) [σημ.: η λευκή πόλη], εξαιτίας των μεγαλόπρεπων, ασβεστωμένων κτηρίων του. Αν και γεννημένος στην μικρή παραθαλάσσια πόλη Ντρεάν (Dréan) [σημ.: παλιά ονομαζόταν Μοντοβί], το Αλγέρι ήταν η πόλη όπου μεγάλωσε, και εκεί όπου αργότερα βρήκε την συγγραφική του κλίση. Ήταν επίσης το σκηνικό τής πρώτης του νουβέλας, 'Ο Ξένος', της ιστορίας τού Μερσώ (Meursault), ενός «μοναχικού και φιλήδονου» υπαλλήλου που φυλακίζεται αφού έχει πυροβολήσει έναν Άραβα σε μια παραλία έξω από το Αλγέρι. Η νουβέλα δημοσιεύτηκε το 1942 και εγκωμιάστηκε παγκοσμίως.
Με τον ξεναγό και μεταφραστή μου, Ράμπι (Rabie), ξεκίνησα για την παραθαλάσσια περιοχή Μπελκούρ (Belcourt) όπου μεγάλωσε ο Καμύ. Το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στην οδό Μοχαμέτ Μπελουιζντάντ (Rue Mohamed Belouizdad) 124, όπου έμενε με τη μητέρα του, τον αδελφό, τη γιαγιά και δυο θείους, ήταν πολύ μικρό και είχε ένα απλό μπλε μπαλκόνι με θέα στον κεντρικό δρόμο – παρόμοιο με το διαμέρισμα του Μερσώ στον 'Ξένο'.
Ο Καμύ μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια · η μητέρα του ήταν αναλφάβητη. Όπως στη συνέχεια μου εξήγησε η Κατερίνα Καμύ, «Τότε, οι περισσότεροι Γάλλοι συγγραφείς είχαν πρόσβαση στην κουλτούρα και τα βιβλία από μικρή ηλικία. Αυτό δεν ίσχυε για τον πατέρα μου. Ήταν αναγκασμένος να τα ανακαλύψει αυτά τα πράγματα μόνος του.»
Παρόμοια με το κέντρο τής Αβάνας, στο Μπελκούρ τα μαντεμένια μπαλκόνια, οι ερειπωμένες αυλές και οι εντυπωσιακές, αποικιοκρατικές προσόψεις μοιάζουν να έχουν αφεθεί σε μια φθορά που συμβαίνει καλαίσθητα. Η κινηματογραφική μεταφορά του 'Ξένου' από τον Λουκίνο Βισκόντι (Luchino Visconti) το 1967 γυρίστηκε εδώ, και καθώς κάθομαι στο Καφέ Ταμγκού (Café Tamgout), δίπλα στο παλιό σπίτι τού Καμύ, ο κάτοικος της περιοχής Νουρεντίν (Nouredine) αναπολεί την ημέρα που τα κινηματογραφικά συνεργία ήρθαν στην πόλη : «Θυμάμαι τότε που ήρθε ο Βισκόντι», λέει κατεβάζοντας έναν ενισχυμένο εσπρέσσο. «Ήμουν περίπου δεκατεσσάρων ετών όταν βγήκε στις αίθουσες η ταινία. Όλος ο δρόμος είχε ενθουσιαστεί πολύ. Ο πατέρας μου μίλησε στην Άννα Καρίνα (Anna Karina) [σημ. είχε το ρόλο τής Μαρί Καρντονά], όμως εγώ ήμουν πολύ ντροπαλός.» Ο Νουρεντίν με συστήνει στο γείτονά του, Γιαχία (Yahia), ο οποίος δεν φαίνεται να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό για τον διάσημο, τέως κάτοικο του Μπελκούρ : «Αλμπέρ Κα-μούς ; Δεν ήταν Αλγερινός. Ήταν Ευρωπαίος.»
Στην πραγματικότητα, ο Καμύ δεν ήταν ούτε Αλγερινός, ούτε Ευρωπαίος. Σαν τον Μερσώ, ήταν ένας "μαυροπόδαρος", ένας γαλλόφωνος ντόπιος, του οποίου οι πρόπαπποι είχαν μεταναστεύσει από την Ευρώπη στα πλαίσια του γαλλικού σχεδίου [1]. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Καμύ δυσκολευόταν να φανταστεί την Αλγερία πλήρως ανεξάρτητη από τη Γαλλία. Σαν αποτέλεσμα, το έργο του απορρίφθηκε ευρέως από τις μετα-αποικιοκρατικές κυβερνήσεις – όπως και από πολλούς σύγχρονους Αλγερινούς. Στο Αλγέρι αφιερωματικές επιγραφές και αγάλματα του Καμύ – του πρώτου Αφρικανού νομπελίστα – λάμπουν δια της απουσίας τους.
Ανηφορίζοντας το λόφο, φτάνουμε στο παλιό δημοτικό σχολείο τού Καμύ, το Κοινοτικό Σχολείο (École Communale) στην οδό Δαρβίνου (Rue Darwin) 44. Εδώ ήταν που ο δάσκαλός του, Λουί Ζερμαίν (Louis Germain), για πρώτη φορά εντόπισε το ταλέντο τού αγοριού στο γράψιμο και στη συνέχεια το στήριξε να πάρει μια υποτροφία για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μια παρέα στρατιωτών με γυαλιά-καθρέφτες περιφέρεται στη γωνία δίπλα στην πύλη τού σχολείου.
Αργότερα εκείνο το βράδυ καθόμαστε για ένα πιάτο κουσκούς στο εστιατόριο των φοιτητών (Brasserie des Facultés) απέναντι από την Πανεπιστημιούπολη. Ο Καμύ ερχόταν εδώ για να πιει κρασί, να συζητήσει πολιτικά και να θαυμάσει τις ντόπιες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχε απογοητευτεί αν ζούσε και έβλεπε το μέρος τώρα – σήμερα δεν υπάρχουν τραπέζια έξω και όλη η αντρική πελατεία προτιμά τον καφέ από το ουίσκι.
Κατευθυνόμαστε στο γειτονικό μπαρ Τονό (Bar Tono) στην οδό Κλωντ Ντεμπυσσύ (Rue Claude Debussy). Χτυπάμε μια παλιά ξύλινη πόρτα και οδηγούμαστε γρήγορα στο εσωτερικό ενός μικροσκοπικού, γεμάτου καπνό καταγωγίου όπου παρασυρόμαστε αμέσως σε μια διένεξη γύρω από την πολιτική διαφθορά. «Ε, κακοί πολιτικοί υπάρχουν σε όλα τα μέρη ·», είπε γελώντας ένας θαμώνας, «δεν έχεις παρά να κοιτάξεις τον δικό σας, τον Τόνι Μπλερ (Tony Blair) !» Κανείς δεν είναι σίγουρος για το εάν ο Καμύ είχε πράγματι έρθει στο μπαρ Τονό, όμως σίγουρα είναι πιθανό – λειτουργεί ως μπαρ από τη δεκαετία τού 1940.
Το επόμενο πρωί ταξιδεύουμε οδικώς κατά μήκος τού παραθαλάσσιου, όλο στροφές δρόμου, γνωστού ως 'Λα Κορνίς' (La Corniche) [σημ.: όρος ανάλογος του "Παραλιακή"], ακολουθώντας το δρομολόγιο του λεωφορείου τού Μερσώ προς τις βορινές παραλίες τής πόλης.
Στη σκονισμένη παραθαλάσσια συνοικία Ντε Σαμώ (Deux Chameaux) [2] βλέπω έναν άντρα να λιάζεται πάνω σε ένα βράχο μέσα στο στραφταλιστό νερό, ακριβώς όπως έκαναν ο Μερσώ και η κοπέλα του, Μαρί, στα πρώτα κεφάλαια του 'Ξένου'. Μπορεί αυτή να ήταν η παραλία που είχε στο μυαλό του όταν έγραφε εκείνες τις σκηνές.
Αφήνουμε τον παραλιακό δρόμο και στρίβουμε στον αυτοκινητόδρομο. Αφού προσπεράσαμε με ταχύτητα βραχώδεις κόλπους και δερματώδεις οροσειρές, τελικά φτάσαμε στην Τιπάσα (Tipasa), ένα φοινικικό λιμάνι, 40 μίλια δυτικά τού Αλγερίου και μια από τις αγαπημένες τοποθεσίες τού έφηβου Καμύ για πικ νικ. Τα ρωμαϊκά ερείπια του πρώτου αιώνα, διάσπαρτα κατά μήκος αυτού του τραχιού κομματιού ακτογραμμής, είναι απίστευτα όμορφα – ο Καμύ έγραψε για αυτά στο δοκίμιό του 'Επιστροφή στην Τιπάσα' το 1952.
«Ταραγμένα παιδικά χρόνια, εφηβικά όνειρα υπό το βόμβο τής μηχανής τού λεωφορείου, πρωινά, ανέγγιχτα κορίτσια, αμμουδιές ... η ανεπαίσθητη ανησυχία τού απόβραδου σε μια δεκαεξάχρονη καρδιά.»
Ήμουν δεκάξι όταν πρωτοδιάβασα τον 'Ξένο', την ίδια χρονιά που πρωτάκουσα το 'Σκοτώνοντας Έναν Άραβα', ο φόρος τιμής των Κιουρ στο βιβλίο. Ένας κατακόκκινος ήλιος κρέμεται πάνω από τη Μεσόγειο καθώς παίρνουμε το δρόμο τής επιστροφής για το Αλγέρι και μπορώ να ακούσω τους στίχους στο κεφάλι μου : «Είμαι ζωντανός ... Είμαι νεκρός... Είμαι ο ξένος... »
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Ρεπορτάζ
παραπομπές:
[1] Υπάρχουν διάφορες απόψεις για την προέλευση του όρου 'πιε-νουάρ', ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για τους Αλγερινούς ευρωπαϊκής καταγωγής που εκπατρίστηκαν μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας. Η μητέρα τού Καμύ είχε Ισπανική καταγωγή. Ο πατέρας του ήταν Αλσατός και πολέμησε ως Ζουάβος στον Α’ ΠΠ, όπου σκοτώθηκε.
[2] Η ονομασία αυτή σημαίνει "δύο καμήλες", όμως η περιοχή αναφέρεται και ως 'Les dos de Chameaux', δηλ. "οι ράχες των καμηλών", προφανώς λόγω των καμπυλώσεων του παραλιακού δρόμου.
