απόσπασμα: του Δανού εξερευνητή της Αρκτικής, Έτζναρ Μίκελσεν, φθινόπωρο 1910, όπως περιέχεται στην ανθολογία του Έρικ Νιούμπι "Τα Μεγάλα Ταξιδιωτικά Ρεπορτάζ"
σημείωση: Το πλοίο Αλαμπάμα απέπλευσε από την Κοπεγχάγη το 1909 με σκοπό να βρει στοιχεία για μια προηγούμενη αποστολή Δανών χαρτογράφων που χάθηκαν στην βορειοανατολική Γροιλανδία το 1907. Το Αλαμπάμα παγιδεύτηκε στους πάγους στην περιοχή της νήσου Σάννον. Ο Μίκελσεν μαζί με τον μηχανικό του πλοίου, Ίβερ Ίβερσεν ανέλαβαν να ψάξουν στην παγωμένη ερημιά για τα στοιχεία, όμως αντιμετώπισαν τρομερές δυσκολίες κατά την πολύμηνη επιστροφή τους.
Ξανά και ξανά... η πείνα αναδυόταν και έδιωχνε κάθε άλλη
αίσθηση από τη συνείδησή μας. Τη νιώθαμε σαν πόνο σωματικό, μια αφόρητη
επιθυμία για τροφή.
Ο Ίβερ ήρθε και
πάλι δίπλα μου και για μερικά λεπτά βαδίζαμε σιωπηλοί, με πόδια ασταθή,
παραπατώντας και σκοντάφτοντας κάθε τόσο ο ένας πάνω στον άλλο. Ήταν αδύνατο να
συνεχίσουμε έτσι. «Ή πίσω ή μπροστά Ίβερ, δεν με νοιάζει που. Αλλά δεν γίνεται
να περπατάμε δίπλα δίπλα, όσο κι αν το θέλουμε».
Ο Ίβερ πήγε πίσω·
άκουγα τα αβέβαια βήματά του στο παγωμένο έδαφος, τα σκουντουφλήματά του πάνω
σε κάποια πέτρα, και τα γρυλίσματά του, όταν ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος για να
παραμείνει σιωπηλός. Λίγο μετά, βρισκόταν και πάλι δίπλα μου.
Αυτό συνέβη αρκετές
φορές, έως ότου σταμάτησα και καθίσαμε κάτω σε μία πέτρα.
«Τι τρέχει Ίβερ;» ρώτησα. «Πάλι η
κοιλάδα;»
Δεν είπε πολλά.
Καθόταν και ατένιζε τον ορίζοντα κουνώντας το κεφάλι του. «Όχι», είπε, «δεν
είναι η κοιλάδα. Πεθαίνω της πείνας, δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο».
Κι εγώ πέθαινα της
πείνας και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο· αυτό όμως ήταν αδύνατο να αλλάξει.
Είχαμε φαγητό στο Ντάνμαρκς Χαβν [σημ.: στο «Δανέζικο Λιμάνι» σήμερα βρίσκεται
σταθμός κλιματολογικών ερευνών], αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να φάμε κάτι πριν
φτάσουμε εκεί, εκτός κι αν συναντούσαμε καμιά αρκούδα και καταφέρναμε να τη
σκοτώσουμε.
Να σκοτώσουμε;
Κοίταξα τον Ίβερ που κουβαλούσε το τουφέκι και μου πέρασε μια σκέψη από το
μυαλό. «Πες μου ειλικρινά, Ίβερ, φοβάσαι για το όπλο;»
Έγνεψε με απόγνωση,
με κοίταξε έντονα και μου έδωσε το όπλο. «Πάρτο και δώσε μου κάτι δικό σου να
κουβαλήσω. Δεν μπορώ να κρατήσω άλλο το όπλο — είναι επικίνδυνο».
Τώρα λοιπόν ήξερα,
και αρνήθηκα να το πάρω: «Κράτησέ το Ίβερ», είπα. «Κουβάλησέ το όπως μέχρι τώρα
και μη σκέπτεσαι πολύ. Αν όμως πρόκειται να σε βοηθήσει να γαληνέψεις, θα σου
πω πως συνεχώς σε βλέπω μπροστά μου. Και όταν η πείνα ναρκώνει τον πόνο, την
κούραση και τη λογική, οι σκέψεις μου είναι δίχως άλλο ίδιες με τις δικές σου:
Αν πεθάνει τι να κάνω; Να φάω ή να μη φάω ένα κομμάτι από αυτό που δεν είναι
πλέον ο Ίβερ;»
Ο Ίβερ κούνησε το
κεφάλι του και είπε: «Ναι, αλλά εγώ έχω το όπλο».
«Το ξέρω, Ίβερ», είπα. «Λλλά κράτησέ
το. Ύστερα από τόσο αγώνα μπορούμε να περπατάμε μαζί, ώσπου να μην αντέχουμε να
προχωρήσουμε άλλο· μπορούμε να αγωνιζόμαστε μαζί, ώσπου να μην μπορούμε να
αγωνιστούμε άλλο — αλλιώς το ταξίδι μας έχει ήδη τελειώσει».
σημείωση: Λίγο αργότερα οι δύο εξερευνητές κατάφεραν να φτάσουν
στη νήσο Σάννον. Εντωμεταξύ το υπόλοιπο πλήρωμα του Αλαμπάμα είχε εντοπιστεί
και διασωθεί, όμως άφησε πίσω του μια καλύβα κατασκευασμένη από τα
απομεινάρια του ξύλινου σκαριού. Ο Μίκελσεν και ο Ίβερσεν διασώθηκαν το
καλοκαίρι του 1912 από ένα Νορβηγικό φαλαινοθηρικό. Η καλύβα τους ήταν ανέπαφη όταν
εντοπίστηκε το 2010 από πλοίο του Δανέζικου Πολεμικού Ναυτικού· το όνομα του
πλοίου: «Έτζναρ Μίκελσεν».
![]() |
Το "Έτζναρ Μίκελσεν" στην ακτή της νήσου Σάννον |
Ο Χάρτης της Περιοχής
Το Βιβλίο