22/03/2014

Η Ιωνία που Χάθηκε & Η Ιωνία που Σώθηκε

περιοχή: επαρχία Ιζμίρ, Τουρκία
απόσπασμα: Μ. Καραγάτσης, Περιπλάνηση στον κόσμο - Νοσταλγικοί Περίπατοι στη Σημερινή Σμύρνη (1951)


Το άλλο πρωί φεύγω για τον Τσεσμέ.  Βρέχει. Ο ουρανός είναι μαύρος, η θάλασσα μολυβιά. Έτσι θέλησε να με αποχαιρετήσει η Σμύρνη.
   Ο δρόμος ξαπλώνεται πλάι στην ακρογιαλιά. Ύστερα αφήνει τη θάλασσα και εισχωρεί προς τα μεσόγεια. Πρώτη φορά τον βλέπω αυτόν τον δρόμο. Κι όμως τον ξέρω. Και προσπαθώ να τον αναπαραστήσω με τη φαντασία μου, όπως ήταν εκείνες τις μαύρες ημέρες κάποιου Αυγούστου. Γεμάτος από ένα ποτάμι χακί που έφευγε πανικόβλητο προς τον Τσεσμέ. Ανάμεσα στους ασύνταχτους στρατιώτες ένα πλήθος τρομοκρατημένο γυναικόπαιδα που φεύγουν, φεύγουν... Στο βάθος του ορίζοντα, η κατάμαυρη και κάθετη καπνοστήλη της πυρπολημένης Σμύρνης. Σ' αυτόν τον δρόμο, εκείνες τις ημέρες, έκλεισε ένα κεφάλαιο τριάντα αιώνων ελληνικής ιστορίας. Σε τούτα τα χώματα θάψαμε την τρισχιλιόχρονη αυτοκρατορική μας εποποιία. Και γυρίσαμε στα χώματα της κοιτίδας μας. Κλειστήκαμε στα άκαρπα βουνά μας. Κι είπαμε:  «Εδώ πια θα μείνουμε για πάντα»...
   Βουρλά, Αλάτσατα. Κάτι γκρεμισμένοι ανεμόμυλοι. Μια μισογκρεμισμένη εκκλησία που μετάλλαξε σε τσαρσί. Μαρμάρινες προτομές του Ατατούρκ και του Ινονού. Άντρες με κίτρινα μαντίλια στο κεφάλι. Γυναίκες με παρδαλά σαλβάρια. Θυμάμαι την κυρά Δέσποινα, την αλατσατιανή νοικοκυρά, που ήρθε υπηρέτρια στο σπίτι μας — πάνε εικοσιπέντε χρόνια από τότε. Κάθε απόγευμα πήγαινα στην κουζίνα. Και της έλεγα:
   — Κυρά Δέσποινα, κάνε μου δυο αυγά μάτια. Και μίλα μου για τ' Άλάτσατα. Η γριούλα τηγάνιζε τ' αυγά. Και την ώρα που τα έτρωγα με τη βουλιμία των δεκαεπτά μου χρόνων, μου μιλούσε για τ' Αλάτσατα. Για το σπίτι της. Για τα χωραφάκια της. Για τον άντρα της. Για τα παιδιά της. Έτσι λέγε λέγε η κυρά Δέσποινα, εγώ είχα μάθει τ' Αλάτσατα απ' έξω κι ανακατωτά, σαν να τα είχα ιδεί με τα ίδια μου τα μάτια. Ήξερα το σπίτι της γριούλας. Ήξερα τα χωράφια της. Ήξερα τους ανθρώπους που κάποτε ζούσαν στ' Αλάτσατα. Και να τώρα, περνώ από τ' Αλάτσατα. Κοιτώ με λαχτάρα ολόγυρα, να αναγνωρίσω τα όσα μου είχε ιστορήσει η αλατσατιανή γριούλα. Όχι, τίποτα δεν αναγνωρίζω. Τ' Αλάτσατα που βλέπω δεν έχουν καμιά ομοιότητα με τ' Αλάτσατα της κυρά Δέσποινας. Ένεκα που η κυρά Δέσποινα μου έλεγε για τ' Αλάτσατα όπως ήταν τότε. Και τ' Αλάτσατα όπως είναι σήμερα, δεν είναι πια όπως ήταν τότε... Ευτυχώς που η κυρά Δέσποινα πέθανε κι αναπαύθηκε απ' την τυραννία μιας μακριάς και πικραμένης ζωής. Ειδάλλως πώς θα γύριζα στην Αθήνα να της έλεγα:
   — Κυρά Δέσποινα! Πέρασα απ' την πατρίδα σου! Από τ' Άλάτσατα!
   Θα βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Θα έπρεπε να της περιγράψω τ' Αλάτσατα, όπως τα ήξερε αυτή κι όχι όπως τα είδα εγώ. Για να μην πικράνω κι άλλο την καημένη τη γριούλα, την Αλατσατιανή...
   Ίωνες αναγνώστες που διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Μη χαρείτε που τα ταξίδια των ανταλλαξίμων επιτρέπονται πια. Μην πείτε: «Του χρόνου θα πάω να ξαναϊδώ την πατρίδα μου, τη Σμύρνη, το Κορδελιό, τον Μπουρνόβα, τα Βουρλά, τ' Αλάτσατα». Με τέτοιες φρεναπάτες μη ζείτε! Δεν υπάρχουν πια Σμύρνη, Κορδελιό, Μπουρνόβας, Βουρλά, Αλάτσατα. Μολονότι η υλική τους υπόσταση απόμεινε σχεδόν απαράλλαχτη, λες και κάποιος μάγος τ' άγγιξε με το απαίσιο ραβδί του. Και το ίδιο δεν είναι πια ίδιο. Το όμοιο δεν είναι πια όμοιο. Τίποτα δεν άλλαξε. Κι όλα έχουν αλλάξει...

Τσεσμές. Η μικρή προκυμαία κάτω από το καταθλιπτικό κάστρο. Εδώ ξέσπασε η τραγική άμπωτις. Εδώ μπαρκάραμε στα καράβια, οικτροί κι ανεκδιήγητοι, αφού θάψαμε τα ιδανικά μας στη γη της Ιωνίας, που δεν σταθήκαμε άξιοι να τη διαφεντέψουμε. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και περιδιαβάζω στην προκυμαία. Τη στιγμή αυτή που αφήνω το χώμα της Ιωνίας, νιώθω κάποιο αόρατο χέρι να μου τυραννάει την καρδιά. Κοιτώ προς τον ορίζοντα της δύσεως, όπου ορθώνονται τα βουνά ενός νησιού. Είναι η Χίος. Είναι η Ελλάδα... Και να, ένα καράβι μπαίνει στο λιμανάκι του Τσεσμέ. Ένα καράβι με κυανόλευκη σημαία στο κατάρτι. Έρχεται να με πάρει. Να με πάει στη Χίο. Στην Ελλάδα.
—Γεια σας πατριώτες! φωνάζω με λαχτάρα. Τι νέα από την πατρίδα; Τι γίνεται η Ελλάδα;
—Τι νέα θέλεις νά’ χουμε, μου αποκρίνεται ο καπετάνιος. Τα ίδια και τα ίδια! Λένε πως θα γίνουν εκλογές...
   Κι άξαφνα άκουσα κάτι παράξενο. Κάτι σαν γέλιο σατανικά σαρκαστικό, που αναδυόταν από τα σπλάχνα της ιωνικής γης. Και τρόμαξα...