απόσπασμα: μεταφρασμένο από άρθρο του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, Φεβρουάριος 2014
![]() |
πηγή |
Το 1418, οι δημογέροντες της Φλωρεντίας ασχολήθηκαν τελικά με ένα υψίστης σημασίας πρόβλημα που είχαν αγνοήσει για δεκαετίες: το τεράστιο κενό στην οροφή του καθεδρικού ναού τους. Χρόνο με το χρόνο, οι βροχές του χειμώνα και ο ήλιος του καλοκαιριού εισέβαλλαν πάνω απ’ το ιερό βήμα – ή εκεί που το ιερό βήμα έπρεπε να βρίσκεται – της Παναγίας των Ανθέων (Santa Maria del Fiore). Οι προκάτοχοί τους είχαν αρχίσει να χτίζουν την εκκλησία το 1296 με σκοπό να επιδείξουν τη θέση της Φλωρεντίας ως μιας από τις οικονομικές και πολιτιστικές πρωτεύουσες της Ευρώπης, η οποία πλούτισε μέσω των υψηλών συναλλαγών και του εμπορίου μαλλιού και μεταξιού. Αργότερα αποφασίστηκε το επιστέγασμα του μεγαλείου του οικοδομήματος να είναι ο μεγαλύτερος τρούλος της γης, εξασφαλίζοντας ότι ο ναός θα γινόταν – όπως οι άρχοντες της Φλωρεντίας διακήρυξαν – «πιο επωφελής και ωραίος, πιο ισχυρός και σεβάσμιος» απ’ οποιονδήποτε άλλο είχε ποτέ χτιστεί.
Ωστόσο, πολλές δεκαετίες αργότερα, δεν φαινόταν κανείς να έχει μια πραγματοποιήσιμη ιδέα για το πώς θα κατασκευαζόταν ένας θόλος διαμέτρου 45 περίπου μέτρων, ιδιαίτερα όταν θα έπρεπε να ξεκινά 55 μέτρα πάνω απ’ το έδαφος, εκεί που τελείωνε η υπάρχουσα τοιχοποιία. Και άλλα ερωτήματα βασάνιζαν τους υπεύθυνους του Καθεδρικού. Τα οικοδομικά σχέδια απέφευγαν τις προτεταμένες αντηρίδες και τις οξυκόρυφες αψίδες του παραδοσιακού Γοτθικού ρυθμού, ο οποίος προτιμούνταν εκείνη την εποχή στις ανταγωνίστριες πόλεις βορειότερα, όπως το Μιλάνο, το αντίπαλο δέος της Φλωρεντίας. Όμως αυτές ήταν οι μόνες αρχιτεκτονικές λύσεις που ήταν γνωστό ότι μπορούσαν να εξυπηρετήσουν μια τόσο υπερμεγέθη κατασκευή. Θα μπορούσε ένας θόλος, που ζύγιζε δεκάδες χιλιάδες τόνους, να στηριχθεί χωρίς αυτές; Υπήρχε αρκετή ξυλεία στην Τοσκάνη για τις σκαλωσιές και τα καλούπια που θα χρειαζόντουσαν για τη δημιουργία της πλινθοδομής του θόλου; Και ήταν καθόλου εφικτό να χτιστεί ένας θόλος πάνω στο οκταγωνικό σχήμα του δαπέδου που υπαγορεύονταν από την υπάρχουσα τοιχοποιία – οκτώ τριγωνικά κομμάτια μιας πίτας – χωρίς να υποχωρήσει καθώς η δομή του θα σύγκλινε προς την κορυφή; Κανείς δεν ήξερε.
Έτσι, το 1418 οι ανήσυχοι δημογέροντες της Φλωρεντίας ανακοίνωσαν ένα διαγωνισμό για το ιδανικό σχέδιο θόλου, με το γενναιόδωρο έπαθλο των 200 χρυσών φλορινιών – και μια ευκαιρία στην αιώνια δόξα – για τον νικητή. Κορυφαίοι αρχιτέκτονες της εποχής συνέρρευσαν στη Φλωρεντία και παρουσίασαν τις ιδέες τους. Από την αρχή μέχρι το τέλος, το εγχείρημα ήταν τόσο φορτισμένο με αμφισβητήσεις, φόβους, μυστικοπαθή δημιουργικότητα και τοπικιστική υπεροψία, ώστε ένα πολύπλοκο κέντημα θρύλου αναπτύχθηκε γύρω του μετατρέποντας την ιστορία του τρούλου σε μια αλληγορία φλωρεντινής εφευρετικότητας και έναν βασικό μύθο δημιουργίας της Ιταλικής Αναγέννησης.
Όταν γράφτηκαν οι πρώτες ιστορίες, οι ηττημένοι παρουσιάστηκαν με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο. Λέχθηκε πως ένας διαγωνιζόμενος αρχιτέκτονας πρότεινε να στηρίξει το θόλο με μια τεράστια κολώνα που θα υψωνόταν από το κέντρο του ναού. Ένας άλλος σύστησε να χτιστεί από ‘ελαφρόπετρα’ (ίσως κίσσηρη, ένα πορώδες ηφαιστιογενές πέτρωμα), ώστε να ελαχιστοποιηθεί το βάρος του. Επίσης, σύμφωνα με έναν πρώιμο θρύλο, ένας άλλος πρότεινε, αντί για σκαλωσιά, να χρησιμοποιηθεί ένας χωμάτινος λόφος που θα περιείχε νομίσματα και που θα απομακρυνόταν μετά την ολοκλήρωση του θόλου, χωρίς επιβάρυνση, από τους πολίτες, οι οποίοι θα ψάχνανε να ξεθάψουν το χρήμα.
Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι ένας άλλος υποψήφιος, ένας μικρόσωμος, ανεπιτήδευτος και ευερέθιστος χρυσοχόος, με το όνομα Φιλίππο Μπρουνελλέσκι (Filippo Brunelleschi), υποσχέθηκε να φτιάξει, όχι έναν, αλλά δύο θόλους, τον έναν μέσα στον άλλο χωρίς πολύπλοκες και πολυέξοδες σκαλωσιές. Ωστόσο, αρνήθηκε να εξηγήσει πώς θα κατάφερνε κάτι τέτοιο από φόβο μήπως κάποιος ανταγωνιστής κλέψει τις ιδέες του. Το πείσμα του Μπρουνελλέσκι οδήγησε σε μια αψιμαχία με τους υπεύθυνους, οι οποίοι διατάξανε να ακινητοποιηθεί και να αποπεμφθεί από την συνέλευση αποκηρύσσοντάς τον ως «γελοίο και φαφλατά».
Παρ 'όλα αυτά , το μυστηριώδες σχέδιο του Μπρουνελλέσκι κέντρισε την φαντασία τους – ίσως επειδή γνώριζαν ήδη ότι ο γελοίος και φαφλατάς αυτός ήταν ιδιοφυΐα. Σε νεαρή ηλικία, κατά τη διάρκεια της μαθητείας του στη χρυσοχοΐα, είχε τελειοποιηθεί στο σχέδιο και τη ζωγραφική, την ξυλογλυπτική, την γλυπτική σε ασήμι και μπρούτζο, την καρφωτική [σημ.: κλάδος της κοσμηματοποιίας που ασχολείται με την στερέωση πολύτιμων λίθων πάνω στα μέταλλα], το νίελλο [σημ.: αλλιώς σαβάτι, ειδικό κράμα που χρησιμοποιείται στη διακόσμηση μετάλλων] και το σμάλτο. Αργότερα σπούδασε Οπτική και πειραματιζόταν ατελείωτες ώρες με τροχούς, γρανάζια, βαρίδια και Κινητική, κατασκευάζοντας μια σειρά από ευφάνταστα ρολόγια, συμπεριλαμβανομένου και ενός που μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο ξυπνητήρι της Ιστορίας. Εφαρμόζοντας τη θεωρητική και μηχανολογική του γνώση στο φυσικό περιβάλλον, κατάφερε να βρει μόνος του τους κανόνες της γραμμικής προοπτικής. Είχε περάσει αρκετά χρόνια στη Ρώμη μετρώντας και σχεδιάζοντας τα αρχαία μνημεία και κρατώντας σημειώσεις, σε κώδικα, για τα μυστικά της αρχιτεκτονικής τους. Πραγματικά, η ζωή του Μπρουνελλέσκι έμοιαζε να είναι μια μακρά μαθητεία για την κατασκευή του θόλου της απαράμιλλης ομορφιάς, χρησιμότητας, τιμής και δύναμης, για τα οποία η Φλωρεντία αδημονούσε.
Τον επόμενο χρόνο, οι υπεύθυνοι συναντήθηκαν με τον Μπρουνελλέσκι αρκετές φορές, αποσπώντας περισσότερες λεπτομέρειες του σχεδίου του. Άρχισαν να συνειδητοποιούν πόσο έξυπνο (και τολμηρό) ήταν πραγματικά. Ο θόλος του θα αποτελούνταν από δύο ομόκεντρα κελύφη· ένα εσωτερικό, ορατό από το εσωτερικό του καθεδρικού, ένθετο σε έναν πλατύτερο, ψηλότερο εξωτερικό θόλο. Για την αντιμετώπιση των «περιφερειακών καταπονήσεων» – των πιέσεων που έχουν διεύθυνση προς τα έξω και την τάση να εξογκώνουν, οι οποίες αναπτύσσονται εξαιτίας του βάρους μιας μεγάλης κατασκευής και που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ρωγμές ή κατάρρευση – θα έδενε τους τοίχους με δακτυλιοειδής ελκυστήρες από πέτρα, σίδερο και ξύλο, σαν τσέρκια βαρελιού. Θα έχτιζε τα πρώτα 14 μέτρα με πέτρα, είπε, και μετά θα συνέχιζε μ' ελαφρότερα υλικά· με κίσσηρη ή τούβλο. Επίσης διαβεβαίωσε τους υπεύθυνους ότι δε θα χρειαζόταν τις συνηθισμένες σκαλωσιές που ξεκινούν απ΄ το έδαφος. Αυτοί καλοδέχτηκαν τη μεγάλη οικονομία σε ξυλεία και εργατικά που προβλεπόταν, τουλάχιστον για τα πρώτα 17 μέτρα, μετά από τα οποία όλα θα εξαρτιόντουσαν από το πως θα πήγαιναν τα πράγματα, «γιατί στις οικοδομές, μόνο η πρακτική εμπειρία μπορεί να διδάξει αυτό που πρέπει να ακολουθηθεί».
Το 1420 οι υπεύθυνοι συμφώνησαν να κάνουν τον Φιλίππο Μπρουνελλέσκι προβεδούρο, δηλαδή αρχιεπιστάτη του έργου του θόλου. Πρόσθεσαν μια σημαντική παρατήρηση. Μιας και ήταν ξεροκέφαλοι έμποροι και τραπεζίτες, που πίστευαν στον ανταγωνισμό ως μέσο εξασφάλισης της ποιότητας, διόρισαν συνεπιστάτη τον Λορέντσο Γκιμπέρτι (Lorenzo Ghiberti), συνάδελφο χρυσοχόο του Μπρουνελλέσκι. Οι δύο άντρες είχαν υπάρξει αντίζηλοι από το 1401, όταν είχαν ανταγωνιστεί για μια άλλη επιφανή ανάθεση· τις νέες χάλκινες πόρτες του φλωρεντινού Βαπτιστηρίου [σημ.: η βορινή θήρα του οκταγωνικού ναού που βρίσκεται μπροστά από τον Καθεδρικό]. Ο Γκιμπέρτι είχε κερδίσει. (Πολύ αργότερα ένας έκθαμβος Μιχαήλ Άγγελος θα αναφερόταν σε μια δεύτερη σειρά από φατνώματα του Γκιμπέρτι ως 'Πύλες του Παραδείσου' [σημ.: προοπτικές απεικονίσεις σκηνών από την Παλαιά Διαθήκη, πάνω στη θύρα της ανατολικής πλευράς του Βαπτιστηρίου, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την κεντρική είσοδο του Καθεδρικού]). Ως τότε, ο Γκιμπέρτι ήταν ο πιο επιφανής και περισσότερο πολιτικά δικτυωμένος καλλιτέχνης στην Φλωρεντία. Τώρα, ο Μπρουνελλέσκι, του οποίου το σχέδιο του θόλου είχε γίνει ευθέως αποδεκτό, ήταν αναγκασμένος να εργαστεί δίπλα δίπλα με τον ενοχλητικά επιτυχημένο αντίζηλό του. Η συμφωνία θα οδηγήσει σε πολλές συνομωσίες και ατιμίες.
Σε αυτό το θυελλώδες κλίμα άρχισε η κατασκευή του Ιλ Κουπολόνε (του Μεγάλου Θόλου), ενός μνημειώδους έργου, του οποίου η εξέλιξή τα επόμενα 16 χρόνια έγινε μια μικρογραφία της ιστορίας της πόλης. Η πρόοδος του θόλου ήταν σημείο αναφοράς για τη ζωή της πόλης – γεγονότα προβλεπόντουσαν ότι θα λάβουν χώρα και υποσχέσεις ότι θα κρατηθούν «πριν ο Θόλος ολοκληρωθεί». Το επιβλητικό, στρογγυλό περίγραμμά του, τόσο διαφορετικό από τις γωνιώδεις γοτθικές γραμμές, συμβόλιζε την αποδέσμευση της Φλωρεντινής Δημοκρατίας από το τυραννικό Μιλάνο, και ακόμα περισσότερο, το ξεκίνημα της αναγεννησιακής απελευθέρωσης από τους ασφυκτικούς περιορισμούς του Μεσαίωνα.
Σε αυτό το θυελλώδες κλίμα άρχισε η κατασκευή του Ιλ Κουπολόνε (του Μεγάλου Θόλου), ενός μνημειώδους έργου, του οποίου η εξέλιξή τα επόμενα 16 χρόνια έγινε μια μικρογραφία της ιστορίας της πόλης. Η πρόοδος του θόλου ήταν σημείο αναφοράς για τη ζωή της πόλης – γεγονότα προβλεπόντουσαν ότι θα λάβουν χώρα και υποσχέσεις ότι θα κρατηθούν «πριν ο Θόλος ολοκληρωθεί». Το επιβλητικό, στρογγυλό περίγραμμά του, τόσο διαφορετικό από τις γωνιώδεις γοτθικές γραμμές, συμβόλιζε την αποδέσμευση της Φλωρεντινής Δημοκρατίας από το τυραννικό Μιλάνο, και ακόμα περισσότερο, το ξεκίνημα της αναγεννησιακής απελευθέρωσης από τους ασφυκτικούς περιορισμούς του Μεσαίωνα.
[...]