απόσπασμα: μεταφρασμένο άρθρο του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ, Απρίλιος 2002
Μια Ζωή Αποκαλύπτεται
Τα μάτια της έχουν γοητεύσει τον κόσμο από τότε που εμφανίστηκε στο εξώφυλλο μας το 1985. Τώρα μπορούμε να πούμε την ιστορία της.
Θυμάται τη στιγμή. Ο φωτογράφος τράβηξε τη φωτογραφία της.
Θυμάται το θυμό της. Ο άνδρας ήταν ένας ξένος. Εκείνη δεν είχε ποτέ
φωτογραφηθεί στο παρελθόν. Και δεν ξαναφωτογραφήθηκε από τότε· μέχρι που
συναντήθηκαν και πάλι, 17 χρόνια αργότερα.
Ο φωτογράφος
θυμάται κι αυτός τη στιγμή. Το φως ήταν απαλό. Ο καταυλισμός προσφύγων στο
Πακιστάν ήταν κατάμεστος από σκηνές. Την πρόσεξε πρώτη απ΄ όλους μέσα στη σκηνή
του σχολείου. Διαπιστώνοντας τη συστολή της, την πλησίασε τελευταία. Του είπε
ότι μπορεί να τραβήξει τη φωτογραφία της. «Δεν πίστευα ότι η φωτογραφία του
κοριτσιού θα ήταν κάτι διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο φωτογράφησα εκείνη τη
μέρα», θυμάται από εκείνο το πρωινό του 1984 που πέρασε αποτυπώνοντας τη
δοκιμασία των Αφγανών προσφύγων.
Το πορτρέτο από τον Στηβ Μακ Κάρι (Steve
McCurry) κατέληξε να είναι μια από αυτές τις φωτογραφίες που τσουρουφλίζει την ψυχή,
και τον Ιούνιο του 1985 έφτασε να μπει στο εξώφυλλο του περιοδικού. Τα μάτια
της είναι πράσινα σα την θάλασσα. Είναι στοιχειωμένα και στοιχειώνουν, και σε
αυτά μπορείς να διαβάσεις την τραγωδία μιας χώρας εξουθενωμένης από τον πόλεμο.
Έγινε γνωστή στα γραφεία του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ ως το «κορίτσι από το
Αφγανιστάν», και για 17 χρόνια κανείς δεν ήξερε το όνομά της.
Τον Ιανουάριο μια
ομάδα από τον Ερευνητή Τηλεόρασης και Ταινιών του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ (National
Geographic Television & Film’s EXPLORER) έστειλε τον Μακ Κάρι στο Πακιστάν σε
αναζήτηση του κοριτσιού με τα πράσινα μάτια. Έδειξαν την φωτογραφία της γύρω από το Νασίρ Μπαχ (Nasir Bagh), τον προσφυγικό καταυλισμό, που είναι εκεί ακόμα, κοντά στο Πεσαβάρ (Peshawar),
όπου η φωτογραφία είχε τραβηχτεί. Ένας δάσκαλος από το σχολείο ισχυρίστηκε ότι
γνωρίζει το όνομά της. Μια νεαρή γυναίκα με το όνομα Αλάμ Μπίμπι (Alam Bibi) εντοπίστηκε
σε ένα κοντινό χωριό, αλλά ο Μακ Κάρι αποφάσισε ότι δεν ήταν αυτή.
Όχι, είπε κάποιος
που πήρε χαμπάρι την αναζήτηση. Ήξερε το κορίτσι της φωτογραφίας. Είχαν ζήσει μαζί
στον καταυλισμό όταν ήταν παιδιά. Είχε επιστρέψει στο Αφγανιστάν χρόνια πριν,
είπε, και τώρα ζούσε στα βουνά κοντά στη Τόρα Μπόρα [σημ.: το όνομα σημαίνει Μαύρη
Σπηλιά και είναι περιοχή με σπηλιές στα Λευκά Όρη (οροσειρά Safēd Kōh), που
βομβαρδίστηκε ανηλεώς και το 2001 ως πιθανό κρησφύγετο του Οσάμα μπιν Λάντεν]. Θα πήγαινε
να την φέρει.
Χρειάστηκαν τρεις μέρες για να έρθει. Το χωριό
της απέχει έξι ώρες με το αυτοκίνητο συν τρεις ώρες πεζοπορία διαμέσου μιας
συνοριακής γραμμής όπου χάνονται πολλές ζωές. «Αυτή είναι», είπε μέσα του ο Μακ
Κάρι όταν την είδε να περπατά στο δωμάτιο.
Τα ονόματα έχουν δύναμη,
οπότε ας μιλήσουμε για το δικό της. Το όνομά της είναι Σαρμπάτ Γκουλά (Sharbat
Gula), και ανήκει στη φυλή Παστούν (Pashtun), από τις πιο πολεμοχαρείς του
Αφγανιστάν. Λέγεται για τους Παστούν ότι βρίσκουν γαλήνη μόνο όταν βρίσκονται
σε πόλεμο, και τα μάτια της – τότε και τώρα – φλέγονται από αγριότητα . Είναι
28 ετών, ίσως 29 ή ακόμη και 30. Κανείς, ούτε καν η ίδια, δεν ξέρει με
βεβαιότητα. Οι ιστορίες αλλάζουν σαν την άμμο σε ένα μέρος όπου δεν υπάρχουν
αρχεία.
Χρόνος και
κακουχίες έχουν σβήσει τα νιάτα της. Η επιδερμίδα της μοιάζει με δέρμα ζώου. Οι
γραμμές του σαγονιού έχουν απαλύνει. Τα μάτια ακόμα είναι εκτυφλωτικά· αυτά δεν απάλυναν. «Είχε μια δύσκολη ζωή», είπε ο Μακ Κάρι. «Τόσοι πολλοί εδώ έχουν
παρόμοιες ιστορίες». Ας δούμε τι λένε οι αριθμοί. Είκοσι τρία χρόνια πολέμου,
1,5 εκατομμύριο νεκροί, 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες: αυτή είναι η ιστορία του
Αφγανιστάν το περασμένο τέταρτο του αιώνα.
Τώρα, ας δούμε αυτή
τη φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού με μάτια πράσινα σα τη θάλασσα. Τα μάτια της
προκαλούν τα δικά μας. Πάνω απ' όλα, μας ταράζουν. Δεν μπορούμε να στρέψουμε το
βλέμμα μας αλλού.
«Δεν υπάρχει ούτε
μια οικογένεια που να μην έχει δοκιμάσει την πίκρα του πολέμου», δήλωσε ένας
νεαρός Αφγανός έμπορος, το 1985, στο άρθρο του Νάσιοναλ Τζεογκράφικ που δημοσιεύθηκε
με τη φωτογραφία της Σαρμπάτ στο εξώφυλλο. Ήταν ακόμα παιδί όταν η χώρα της
πιάστηκε στα σαγόνια της Σοβιετικής εισβολής. Σαρωτικά η καταστροφή έπνιξε
αμέτρητα χωριά σαν το δικό της. Ήταν κοντά έξι ετών, όταν ο Σοβιετικός βομβαρδισμός
σκότωσε τους γονείς της. Την ημέρα ο ουρανός έβρεχε τρόμο. Τη νύχτα θάβανε τους
νεκρούς. Και σε μόνιμη βάση ο θόρυβος των αεροπλάνων να την τραυματίζει από την
αγωνία.
«Φύγαμε από το Αφγανιστάν
εξαιτίας των συγκρούσεων», είπε ο αδελφός της, Κασάρ Χαν (Kashar Khan),
συμπληρώνοντας την αφήγηση της ζωής της. Είναι ένας άντρας ευθύς με πρόσωπο
αρπακτικού και διαπεραστικά μάτια. «Οι Ρώσοι ήταν παντού. Σκότωναν κόσμο. Δεν
είχαμε επιλογή».
Μεγαλωμένος από τη
γιαγιά του, αυτός και οι τέσσερις αδελφές του πήγαν περπατώντας μέχρι το Πακιστάν.
Για μια εβδομάδα κινήθηκαν μέσα από βουνά καλυμμένα με χιόνι, ζητιανεύοντας
κουβέρτες για να ζεσταθούν.
«Ποτέ δεν ήξερες για
το πότε θα χτυπήσουν τ' αεροπλάνα», θυμάται. «Κρυβόμασταν σε σπηλιές».
Το ταξίδι, που
ξεκίνησε με την απώλεια των γονιών τους και μια πορεία με τα πόδια μέσα στα
βουνά, κατέληξε σε μια σκηνή σε προσφυγικό καταυλισμό να συμβιώνουν με
αγνώστους.
«Χωριατόπαιδα σαν την
Σαρμπάτ δυσκολεύονται να ζήσουν στο περιορισμένο περιβάλλον ενός καταυλισμού
προσφύγων», εξήγησε ο Ραϊμουλάχ Γιουσουφζάι (Rahimullah Yusufzai), ένας αναγνωρισμένος
Πακιστανός δημοσιογράφος, που έκανε τον διερμηνέα του Μακ Κάρι και του τηλεοπτικού
του συνεργείου. «Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή. Ζεις στο έλεος των άλλων». Επιπρόσθετα,
ζεις στο έλεος της πολιτικής των άλλων χωρών. «Η Ρωσική εισβολή διέλυσε τις ζωές
μας», δήλωσε ο αδελφός της.
Είναι η
συνεχιζόμενη τραγωδία του Αφγανιστάν. Εισβολή· αντίσταση· εισβολή. Θα τελειώσει
ποτέ; «Κάθε αλλαγή της κυβέρνησης φέρνει την ελπίδα», λέει ο Γιουσουφζάι. «Κάθε
φορά οι Αφγανοί βρίσκονται προδομένοι από τους ηγέτες τους και από τους ξένους
που λένε πως είναι φίλοι και σωτήρες τους».
Στα μέσα της
δεκαετίας του ‘90, σε μια ανάπαυλα των εχθροπραξιών, η Σαρμπάτ Γκουλά επέστρεψε
στο χωριό της στους πρόποδες των χιονοσκέπαστων βουνών. Η ζωή σε αυτό το χωριό με
τις γήινες αποχρώσεις, στο τέρμα ενός μονοπατιού, δεν σημαίνει τίποτα άλλο πέρα
από το να παλεύεις να επιβιώσεις με ελάχιστα. Υπάρχουν χωράφια φυτεμένα καλαμπόκι,
σιτάρι και ρύζι, μερικές καρυδιές, ένα ρέμα που κατεβαίνει από το βουνό (εκτός από
τις εποχές της ξηρασίας), αλλά όχι σχολείο, ιατρείο, δρόμοι ή τρεχούμενο νερό.
Ορίστε μια απλή σκιαγράφηση
της μέρας της. Ξυπνά πριν την ανατολή για να προσευχηθεί. Φέρνει νερό από το
ρέμα. Μαγειρεύει , καθαρίζει, κάνει μπουγάδα. Φροντίζει τα παιδιά της· είναι το
επίκεντρο της ζωής της . Η Ρομπίνα είναι δεκατριών. Η Ζαχίντα είναι τριών. Η Άλια, το
μωρό, είναι ενός έτους. Μια τέταρτη κόρη πέθανε σε βρεφική ηλικία. «Η Σαρμπάτ δεν
έχει ζήσει ποτέ μια χαρούμενη μέρα», λέει ο αδελφός της, «εκτός ίσως από την
ημέρα του γάμου της».
Ο σύζυγός της, Ραχμάτ
Γκουλ (Rahmat Gul), είναι μικροκαμωμένος,
με ένα χαμόγελο που λάμπει σα φαναράκι το δειλινό. Θυμάται τότε που παντρεύτηκε,
στα 13 της. Όχι , λέει αυτός, ήταν 16. Ο γάμος ήταν προαποφασισμένος.
Ζει στο Πεσαβάρ (υπάρχουν
λίγες δουλειές στο Αφγανιστάν) και εργάζεται σε ένα αρτοποιείο. Σηκώνει το
βάρος της ιατροφαρμακευτικής δαπάνης· το δολάριο που βγάζει κάθε μέρα φεύγει
σαν καπνός. Το άσθμα της, που την κάνει να μην μπορεί να ανεχτεί τη ζέστη και
τη ρύπανση του Πεσαβάρ το καλοκαίρι, περιορίζει το χρόνο που μένει στην πόλη με
τον σύζυγό της μέχρι νά' ρθει ο χειμώνας. Τον υπόλοιπο χρόνο ζει στα βουνά.
«Στην ηλικία των 13»,
εξηγεί ο δημοσιογράφος Γιουσουφζάι, «θα είχε κλειστεί σε πούρντα, μια ζωή
απομόνωσης που ακολουθείται από πολλές γυναίκες του Ισλάμ από τη στιγμή που
μπαίνουν στην εφηβεία».
«Οι γυναίκες εξαφανίζονται
από δημόσια θέα», είπε. Στο δρόμο φοράει μια δαμασκηνί μπούρκα, που την αποκλείει
από τον υπόλοιπο κόσμο και από τα μάτια του κάθε άντρα, εκτός του συζύγου της.
«Είναι ένα όμορφο ρούχο, δεν είναι κατάρα», λέει αυτή.
Όταν δέχεται
ερωτήσεις, κρύβεται πίσω από το μαύρο μαντήλι που είναι τυλιγμένο γύρω από το
πρόσωπό της, σα να μπορούσε έτσι να εξαϋλωθεί ολόκληρη. Τα μάτια της στέλνουν
λάμψεις θυμού. Δεν είναι συνηθισμένη στο να εκτίθεται στις ερωτήσεις ξένων.
Είχε
νιώσει ποτέ ασφαλής ;
— Όχι,
όμως η ζωή υπό τους Ταλιμπάν ήταν καλύτερη. Τουλάχιστον υπήρχε ηρεμία και τάξη».
Είχε δει ποτέ τη φωτογραφία της που ήταν μικρό κορίτσι;
— Όχι.
Μπορεί να γράψει το
όνομά της, αλλά δεν μπορεί να διαβάσει. Διατηρεί την ελπίδα ότι τα παιδιά της
θα μορφωθούν. «Θέλω οι κόρες μου να αποκτήσουν δεξιότητες», είπε. «Ήθελα να
τελειώσω το σχολείο, αλλά δεν γινόταν. Λυπήθηκα όταν έπρεπε να το εγκαταλείψω».
Λέγεται πως η
μόρφωση φωτίζει την αντίληψη. Δεν υπάρχει τέτοιο φως γι’ αυτήν. Είναι ίσως πολύ
αργά και για την δεκατριάχρονη κόρη της επίσης, λέει η Σαρμπάτ Γκουλά. Οι δύο μικρότερες
κόρες έχουν ακόμα κάποια πιθανότητα.
Η επανασύνδεση της
γυναίκας με τα πράσινα μάτια και του φωτογράφου ήταν σιωπηλή. Για τις παντρεμένες
η παράδοση είναι αυστηρή. Δεν πρέπει να κοιτάξει – και σίγουρα να χαμογελάσει –
σε άντρα άλλον από τον σύζυγό της. Δεν
χαμογέλασε στον Μακ Κάρι. «Ήταν ανέκφραστη,» είπε. «Δεν μπορούσε να καταλάβει
πώς η φωτογραφία της άγγίξε τόσους πολλούς. Δεν έχει ιδέα για τη δύναμη αυτών
των ματιών».
Τόσο λίγες πιθανότητες. Ότι θα ήταν ζωντανή· ότι θα μπορούσε να εντοπιστεί· ότι θα
είχε αντέξει τόσες απώλειες. Σίγουρα, μπροστά σε τέτοια πίκρα, το ηθικό εξασθενεί.
Τη ρώτησαν πώς είχε καταφέρει να επιζήσει;
Η απάντηση ήρθε με
ακλόνητη βεβαιότητα.
— Ήταν θέλημα Θεού, είπε η Σαρμπάτ Γκουλά.