16/12/2013

Ταξιδεύοντας Τρίτη Θέση

περιοχή: Κάντι, Σρι Λάνκα
απόσπασμα: Λέο Μπουσκάλια, Ο Δρόμος του Ταύρου (1973)


πηγή

σημείωση: Ο Ναός του Δοντιού στο Κάντι της Σρι Λάνκα ('Κεϋλάνη', μέχρι το 1972) στεγάζει το Ιερό Δόντι του Βούδα. Σύμφωνα με το θρύλο, όταν ο Βούδας πέθανε, το σώμα του αποτεφρώθηκε στην Κουσιναγκάρα του ινδικού βορρά. Ο αριστερός κυνόδοντάς του διασώθηκε από μια μαθήτριά του και αποτέλεσε σύμβολο δύναμης και εξουσίας για τους διαδοχικούς κατόχους του. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. κατέληξε στο νησί της Σρι Λάνκα, όπου κάθε καλοκαίρι γίνεται στο Κάντι η "Εσάλα Περαχέρα", η μεγάλη Γιορτή του Δοντιού.

   Αυτή ήταν η πρώτη μου μέρα στο Κάντι. Είχα φτάσει με το τρένο, την προηγούμενη μέρα, επίτηδες για την τελετή. Είχα γνωρίσει τον Μάνο, στην αποβάθρα του Κολόμπο. Ήταν ίσως το πιο όμορφο αγόρι που είδα ποτέ στην Ασία: χαρακτηριστικά προσώπου σκούρα και τέλεια, ένας συνδυασμός καλογραμμένων χειλιών, βαριών μαύρων φρυδιών και μαλλιών, και μεγάλων, αμυγδαλωτών ματιών, που τα χώριζε μια αισθησιακή μύτη. Το δέρμα του ήταν ανοιχτό, απαλό σοκολατί, με μια άχνα χρώματος κάτω από τα μάγουλά του. Το κορμί του λεπτό, δυνατό και λυγερό. Μιλούσε καθαρά κι ευδιάκριτα αγγλικά.
   «Πώς σας φαίνεται η χώρα μου;» με είχε ρωτήσει αντί για άλλη  επίσημη  εισαγωγή.
   «Στην πραγματικότητα δεν ξέρω ακόμη», απάντησα. «Είμαι εδώ μόνο λίγες μέρες και πιστεύω ότι δεν μπορεί κανένας να κρίνει την Κεϋλάνη από το Κολόμπο».
   «Ω, συμφωνώ», χαμογέλασε. «Περιμένετε μέχρι να δείτε το Κάντι, κι είμαι σίγουρος ότι θα το βρείτε μαγευτικό. Γεννήθηκα εκεί. Με λένε Μάνο Σαχαγιάμ. Θα πάτε στην Τελετή  του Δοντιού;»
   «Ναι».
   «Κι εγώ εκεί πηγαίνω. Έχουμε διακοπές από τη σχολή μου».
   «Πηγαίνετε στο  πανεπιστήμιο;»
   «Ναι, στα νομικά. Αυτή την επιστήμη διάλεξαν για μένα οι γονείς μου. Αλλά εμένα δε μ'  ενδιαφέρουν τα νομικά».
   Το  τρένο  έμπαινε   στην  πλατφόρμα.
   «Έχετε  εισιτήριο  τρίτης  θέσης;»   με  ρώτησε.
   «Όχι,  έχω  βγάλει  για  δεύτερη  θέση».
   «Ε, καλά», είπε. «Θα σας αφήσουν να καθίσετε στην τρίτη θέση, με εισιτήριο της δεύτερης. Ελάτε μαζί μου». Πήρε τη βαλίτσα μου κι ανεβήκαμε σ' ένα μεγάλο βαγόνι, που έγραφε καθαρά «ΤΡΙΤΗ ΘΕΣΗ». Προς μεγάλη μου κατάπληξη, ήταν το πιο καινούριο και το πιο καλά εξοπλισμένο απ' όλα τα βαγόνια του τρένου. Τα καθίσματα ήταν μαλακά και πολυτελή, κι ήταν τοποθετημένα έτσι, ώστε να μπορείς ν' απολαμβάνεις όσο γίνεται καλύτερα τη θέα από τα μεγάλα παράθυρα.
   «Αυτό είναι το πιο όμορφο βαγόνι τρίτης θέσης που έχω δει σ' όλα μου τα ταξίδια», σχολίασα. «Όλα είναι σαν κι αυτό;»
   Γέλασε. «Πραγματικά, όχι. Κοιτάξτε την πρώτη θέση εκεί πέρα. Είναι φοβερό – παλιά, φθαρμένα, έτοιμα να καταρρεύσουν τα βαγόνια. Αυτό εδώ είναι δώρο από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, στο λαό της Κεϋλάνης. Είναι ένα από τα πολλά που μας πρόσφεραν ειδικά για τους εργάτες μας, οι οποίοι άλλοτε ήταν αναγκασμένοι να ταξιδεύουν στη βρομιά της τρίτης θέσης». Περίμενε να δει την έκφραση μου  και  τις  αντιδράσεις  μου.
   «Πολύ έξυπνο δείγμα προπαγάνδας, έτσι;» απάντησε για λογαριασμό μου. «Οι Αμερικανοί μάς έχουν δώσει πολύ περισσότερα. αλλά δε νομίζω ότι οι άνθρωποι που ταξιδεύουν μ' αυτά τα τρένα έχουν δει ποτέ κάτι από σας που να μπορούν πραγματικά να το καταλάβουν. Η αμερικανική βοήθεια κατάντησε πηγή για ανέκδοτα στην Κεϋλάνη. Κατασκευάσατε ένα γιγάντιο φράγμα, που έχει εγκαταλειφθεί και στεγνώνει. [σημ.: το φράγμα ήταν ένα από τα δημόσια έργα που έγιναν στο νησί από το «Σχέδιο Κολόμπο» στα πλαίσια της προσπάθειας τής Κοινοπολιτείας και των Η.Π.Α. να αποδυναμώσουν την κομουνιστική επιρροή στην περιοχή]. Ξεχνάω τώρα πόσες χιλιάδες δολάρια κόστισε. Νομίζετε ότι οι ανάγκες μας είναι σαν τις δικές σας, κι αυτό  είναι πολύ  ανόητο».
   «Ελπίζω», πρόσθεσε ο Μάνο ξαφνικά, «να μη σας πρόσβαλα, μιλώντας κατ' αυτό τον τρόπο. Οι Αμερικανοί που έχω γνωρίσει πάντα  μιλούν ελεύθερα».
   Χαμογέλασα.
   Του  άρεσε  αυτό  κι  εξακολούθησε  να  μιλάει. «Έχουμε κάνει πολύ δρόμο εδώ, στην Κεϋλάνη, αλλά πρέπει να πορευτούμε στο δικό μας δρόμο. Δε νομίζω ότι είμαστε ακόμη έτοιμοι για δημοκρατία με την αμερικανική έννοια, τουλάχιστον όχι όπως την καταλαβαίνω εγώ. Οι Βρετανοί μάς κυβερνούσαν σαν να ήμασταν νήπια, και μας άφησαν παιδιά. Τώρα ψάχνουμε να βρούμε ποιοι είμαστε. Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι για το ποιοι είμαστε ή το τι θέλουμε να γίνουμε. Όταν το ανακαλύψουμε, τότε θα μπορέσουμε να κάνουμε τις επιλογές μας. Ο πατέρας μου είναι συντηρητικός. Εγώ είμαι, ίσως, περισσότερο σοσιαλιστής».