20/12/2013

Καλημέρα Βιετνάμ

περιοχή: Σαϊγκόν, Νότιο Βιετνάμ
απόσπασμα: Λέο Μπουσκάλια, Ο Δρόμος του Ταύρου (1973)



To πιο φανταστικό πράγμα της Σαϊγκόν είναι οι γυναίκες της. Ούτε Ασιάτισσες ούτε Ευρωπαίες, έχουν τα πιο καλά χαρακτηριστικά και των δυο πολιτισμών. Είναι μικροσκοπικές, καλοσχηματισμένες, λεπτές, όλο χάρη, πολύ θηλυκές, μορφωμένες – και είναι μια χαρά να' σαι μαζί τους. Το ντύσιμό τους είναι το πιο κομψό στον κόσμο. Φορούν το «άο-ντάι», ένα σφιχτό θηλυκωτό φόρεμα που κυλά ως το έδαφος, συνήθως μονόχρωμο – αχνογάλαζο, ρόδινο, πράσινο ή κίτρινο. Ένα σκίσιμο, από κάτω ως πάνω στους γοφούς, επιτρέπει στο μπρος και στο πίσω κομμάτι να πέφτουν χαλαρά και χαριτωμένα γύρω τους. Κάτω από το φόρεμα υπάρχουν πιο σκούρα, κάπως φαρδιά, τύπου πιτζάμας μεταξωτά παντελόνια. Τα παπούτσια τους είναι ψηλοτάκουνα. Κανένα θέαμα δεν είναι πιο όμορφο απ' το να κοιτάζεις αυτές τις κοντούλες, όμορφες γυναίκες να καβαλικεύουν στο πίσω κάθισμα κάποιου μοτοσακό, κρατώντας σφιχτά τον αγαπημένο τους, με το κεφάλι τους γερμένο πίσω, ένα χαμόγελο στο πρόσωπο και την ουρά του φορέματος τους να κυματίζει χαλαρά πίσω τους, στον αέρα, και τα μαλλιά  τους  πάντα  καλοχτενισμένα.
   Η Λατ ήταν ένα τέτοιο κορίτσι. Την πρωτοείδα από μακριά, καθώς ξεναγούσε
τέσσερις τουρίστες στο γιγάντιο ζωολογικό κήπο της Σαϊγκόν [σημ.: σήμερα η Σαϊγκόν ονομάζεται Πόλη του Χο Τσι Μιν], δείχνοντας όλο χάρη πότε το ένα και πότε το άλλο ζώο, κι όλα αυτά με χορευτικές χειρονομίες. Καθώς πλησίαζε, μπόρεσα ν' ακούω τον τραγουδιστό τόνο της φωνής της, που αντηχούσε όσο πιο ευχάριστα μπορούσες να φανταστείς. Δεν ήταν πάνω από εκατόν εξήντα εκατοστά ψηλή και δεν θα ζύγιζε πιο πολύ από σαράντα κιλά. Τα μαλλιά της και τα μάτια της ήταν μαύρα· η επιδερμίδα της είχε μια χρυσωπή χροιά. Έδειχνε να χαμογελά συνέχεια.
   «Αυτά είναι από τα σπάνια πουλιά της οικογένειας Μανού που έχουμε στο Βιετνάμ», την άκουσα να λέει. «Τα χρώματά τους είναι εκπληκτικά, δε νομίζετε;» Σταμάτησε, δίνοντας στους τουρίστες μια ευκαιρία να παρατηρήσουν τα πουλιά, κι ύστερα πρόσθεσε: «Τώρα θα πάμε στον τομέα των φιδιών, που είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα συλλογή σ' ολόκληρη την Ασία». Προς μεγάλη μου κατάπληξη, στράφηκε σ' εμένα: «Έχετε δει τη συλλογή των φιδιών; Είναι εκεί πέρα», μου έδειξε.
   «Όχι, δεν την είδα», απάντησα. «Θα πάω εκεί αμέσως μετά».
   «Ελάτε μαζί μας, λοιπόν», είπε με πολλή απλότητα. Η ομάδα προχώρησε πίσω της κι εγώ ακολούθησα.
   «Είσαστε τουρίστας;» με ρώτησε.
   «Ναι».         
   «Μόνος;» – με κοίταξε με τα μακρόστενα αμυγδαλωτά της μάτια.  «Χωρίς τουρ;»
   «Όχι», απάντησα.  «Χωρίς τουρ και, ναι, μόνος».
   Μας ξενάγησε στο τμήμα των φιδιών και πάλι άρχισε τις μελωδικές εξηγήσεις της. Όταν τέλειωσε, έκανε λίγα βήμα­τα πίσω κι άφησε την ομάδα της να κοιτάξει από κοντά.
   «Είναι όμορφα, νομίζω. Οι περισσότεροι άνθρωποι πι­στεύουν ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό από ένα ερπε­τό, αλλά εμείς μεγαλώνουμε μαζί τους εδώ, στη Νοτιοανα­τολική Ασία», είπε. «Έχετε δει κανένα άλλο τόσο μεγάλο ή τόσο πολύχρωμο;»
   «Δεν είσαστε στρατιώτης;» με ρώτησε σε λίγο.
   «Όχι»,  απάντησα.
   «Δεν πίστευα ότι ήσασταν Αμερικανός στην αρχή. Οι Αμερικανοί σπάνια ταξιδεύουν μόνοι. Σκέφτηκα ότι θα ήσα­σταν Γάλλος, ή μπορεί και Ιταλός. Οι Αμερικανοί εδώ είναι είτε στρατιώτες, ή πολύ γέροι, ή δάσκαλοι. Τι απ' όλα αυτά είσαστε;»
   Δεν περίμενε να πάρει απάντηση και στράφηκε στην ο­μάδα της. «Υπάρχει μια καντίνα με αναψυκτικά εκεί κάτω και παγκάκια πλάι σε μια όμορφη λίμνη. Ίσως θα θέλατε να ξεκουραστείτε για λίγα λεπτά πριν πάμε στο ναό μέσα στην πόλη».